σύμπους
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with the feet together or closed, Ar.Fr.865, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.254; with feet tied together, Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42.
German (Pape)
[Seite 989] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159· «τῶν πάλαι δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» — σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο
β) «σύμπους ανθοταξία» — διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους
αρχ.
1. (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη
2. δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει δεσμά στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. περί-πους)].
Russian (Dvoretsky)
σύμπους: 2, gen. ποδος с сомкнутыми ногами Arph.