ἀνόμημα
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ατος, τό, transgression of the law, Lys. ap. Phot.p.143 R., LXX Le.20.14, al., Stoic.3.136, D.S.17.5.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
transgresión de la ley, delito Lys. en Phot.p.143R., Chrysipp.Stoic.3.136, LXX Le.17.16, 20.14, Sap.1.9, D.S.17.5, ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνου PMag.4.3100 (II d.C.), νίψον ἀνομήματα SEG 26.1016 (Paros).
German (Pape)
[Seite 240] τό, Gesetzwidrigkeit, Diod. Sic. 17, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόμημα: -ατος, τό, παράβασις τοῦ νόμου, ἄνομος πρᾶξις, Διόδ. 17. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 8940.
Greek Monolingual
το (AM ἀνόμημα) ανομώ
υπέρβαση του νόμου, ανομία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόμημα: ατος τό беззаконный поступок Diod.