ἀπόχρησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A getting rid of, τῶν περιττῶν dub. in Plu.2.267f. II consumption, using up, Ep.Col.2.22.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. ἀποκρ- PStras.35.6 (IV/V d.C.)
1 acción de librarse de τῶν περιττῶν Plu.2.267f.
2 uso, consumo ἅ ἐστιν πάντα εἰς φθορὰν τῇ ἀποχρήσει Ep.Col.2.22, cf. Origenes Io.32.5 (p.433.27).
3 necesidad ἔχω σοι πέμψας τὴν πᾶσαν ἀπόκρησείν (-σιν) σου PStras.l.c.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, das Aufbrauchen, Plut. qu. Rom. 18, l. d.; Aufreiben, Tödten, Ar. frg. 2; das Bedürfniß, Dion. Hal. 1, 58.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se défaire de;
2 mauvais usage;
3 NT action de mésuser.
Étymologie: ἀποχράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος, ἀποχρήσεις καὶ συστολαὶ τῶν περιττῶν Πλούτ. 2.267F. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναι τὶς εὐχαριστημένος μέ τι, τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· πρβλ. ἀποχράω Α. Ι. 3.
English (Strong)
from a compound of ἀπό and χράομαι; the act of using up, i.e. consumption: using.
English (Thayer)
ἀποχρησεως, ἡ (ἀποχράομαι to use to the full, to abuse), abuse, misuse: ἅ ἐστιν πάντα εἰς φθοράν τῇ ἀποχρήσει all which (i. e. things forbidden) tend to destruction (bring destruction) by abuse; Paul says this from the standpoint of the false teachers, who in any use of those things whatever saw an abuse, i. e. a blameworthy use. In opposition to those who treat the clause as parenthetical and understand ἀπόχρησις to mean consumption by use (a being used up, as in Plutarch, moral., p. 267f. (quaest. Romans 18)), so that the words do not give the sentiment of the false teachers but Paul's judgment of it, very similar to that set forth in Lightfoot.)
Greek Monolingual
ἀπόχρησις, η (Α)
1. απαλλαγή από κάτι
2. το να είναι κανείς ευχαριστημένος με κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχρησις: εως ἡ
1) умеренное использование Plut.;
2) злоупотребление NT.
Chinese
原文音譯:¢pÒcrhsij 阿坡-赫雷西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-用
字義溯源:消耗,濫用,用盡,使用,正用時,免除;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(χράομαι)*=對待,供應)組成
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 使用時(1) 西2:22