ἀπόσκηνος

From LSJ
Revision as of 13:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσκηνος Medium diacritics: ἀπόσκηνος Low diacritics: απόσκηνος Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: apóskēnos Transliteration B: aposkēnos Transliteration C: aposkinos Beta Code: a)po/skhnos

English (LSJ)

ον, (σκηνή) encamping apart, living and messing alone, opp. σύσσιτος, Id.Cyr.8.7.14.

Spanish (DGE)

-ον
que es de otra tienda οἰκειότεροι ... σύσσιτοι ἀποσκήνων son más familiares los compañeros que los de otra tienda X.Cyr.8.7.14.

German (Pape)

[Seite 324] (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Ggstz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit à part, litt. sous une tente à part.
Étymologie: ἀπό, σκηνή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκηνος: -ον, (σκηνὴ) ὁ κατασκηνῶν χωριστά, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος κατ’ ἰδίαν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σύσσιτος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14.

Greek Monolingual

ἀπόσκηνος, -ον (Α)
αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του.

Greek Monotonic

ἀπόσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που κατασκηνώνει χωριστά, που ζει και τρέφεται μόνος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσκηνος: живущий отдельно Xen.

Middle Liddell

σκήνη
encamping apart, messing alone, Xen.