ἀφώνητος
English (LSJ)
ον, A unspeakable, unutterable, ἄχος Pi. P.4.237. II voiceless, speechless, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀ. S.OC 1283.
Spanish (DGE)
-ον
1 indecible, ἄχος Pi.P.4.237.
2 de pers. mudo παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις S.OC 1283, cf. Nonn.D.26.280
•fig. σιγή Nonn.D.19.2, σιωπή Nonn.D.13.10.
3 de anim. no dotado de lenguaje ταῦρος Nonn.D.47.398
•de objetos inanimados mudo, silencioso πρόσωπον de una máscara, Nonn.D.27.230, cf. 15.267, χερσὶν ἀφωνήτοισι con manos silenciosas de un mimo que representa a Ganimedes, Nonn.D.19.217.
German (Pape)
[Seite 416] unaussprechlich (od. stumm?), ἄχος Pind. P. 4, 237; τὰ ἀφ. Soph. O. C. 1285, sprachlos, stumm, wie Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans voix, muet.
Étymologie: ἀ, φωνέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφώνητος: -ον, ἀνεκφώνητος, ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει Πινδ. Π. 4. 422. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, πάρεσχε φωνὴν τοῖς ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1283· δεσμός, πόνος ἀφ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 44, 256.
English (Slater)
ᾰφώνητος soundless ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (P. 4.237)
Greek Monolingual
ἀφώνητος, -ον (Α) φωνώ
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άφωνος, άλαλος
2. αυτός που σωπαίνει
3. ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτος.
Greek Monotonic
ἀφώνητος: -ον (φωνέω)· άφωνος, άναυδος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφώνητος: Pind., Soph. = ἄφωνος.
Middle Liddell
φωνέω
voiceless, speechless, Soph.