ἐγκωμιαστικός
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ή, όν, panegyrical, encomiastic, of or relating to an encomiast, bestowing praise, eulogistic, laudatory Arist.Rh.Al.1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; ἐγκωμιαστικόν, τό, encomiastic Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.Eloc.120. Adv. ἐγκωμιαστικῶς = encomiastically Poll.4.26.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. hábil para el encomio ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοί Longin.8.3.
2 ret. encomiástico λόγος Anaximen.Rh.1421b9, ἀποφάσεις αὐτοῦ περὶ Φιλίππου Plb.8.11.2, τόποι D.H.Rh.5.3, ἰδέα D.H.Rh.8.9, λέξις Ph.2.31, τρόποι Aristid.Quint.30.7
•neutr. subst. τὸ ἐ. encomio, género encomiástico Plu.2.743d, D.L.7.43.
II adv. ἐγκωμιαστικῶς = de forma encomiástica, encomiásticamente Poll.4.26, ταῦτα διηγηματικῶς, οὐ ἐγκωμιαστικῶς συνεγράψαμεν Thdt.H.Rel.21.35.
German (Pape)
[Seite 712] ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch, ἀποφάσεις Pol. 8, 13, 2, τόπος 10, 24, 8; a. Sp.; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Classe der Lobreden, Plut. Symp. 9, 14, 1 und 3. – Adv., Poll. 4, 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
laudatif, louangeur.
Étymologie: ἐγκωμιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκωμιαστικός: -ή, -όν, πανηγυρικός, ἐπαινετικός, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγκωμιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν
α) εγκώμιο
β) είδος ρητορικού λόγου.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκωμιαστικός: хвалебный, похвальный (εἶδος τῶν λόγων Arst.; ἀποφάσεις Polyb.).