ἐδωδή

From LSJ
Revision as of 14:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδωδή Medium diacritics: ἐδωδή Low diacritics: εδωδή Capitals: ΕΔΩΔΗ
Transliteration A: edōdḗ Transliteration B: edōdē Transliteration C: edodi Beta Code: e)dwdh/

English (LSJ)

ἡ, A food, meat, victuals, Il.19.167, Od.3.70, Hp.Acut.47, X. Hier.1.19, etc.; ἐδωδή καὶ πόσις Pl.Lg.782e, cf. R.350a, al.: pl., τῶν . . περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν ib.389e, cf. 519b. 2 forage, fodder for cattle, Il.8.504. 3 bait for fish, Theoc.21.43. II act of eating, ὀδόντας ἔχει . . ἐδωδῆς χάριν Arist.PA683a4; τῇ ἐδωδῇ τοῦ βοὸς [χαίρει] ὁ λέων Id.EN1118a20; πουλύποδος Jul.Or.6.181a, al. 2 meal, ἐπὶ μιᾶς ἐδωδῆς Arist.HA596a4. 3 [ἀετὸς] ἀχθόμενος τῇ ἐδωδῇ wearied with feeding the young birds, ib.563a22.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I concr. alimento, comida ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Il.19.167, cf. Hes.Op.593, ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Od.3.70, κόρος ... τῆς ἐδωδῆς X.Hier.1.19, ἐ. ... καὶ πόσις Pl.Lg.782e, cf. R.350a, τῶν ... περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν Pl.R.389e, cf. 519b, Plot.3.4.2, ἐπὶ τρύγα δ' εἶχεν ἐδωδῇ Call.Fr.688, ἀνδράσιν ἔστιν ἐ. SEG 39.1673.6 (Arabia II d.C.), γενύεσ<σ>ιν ἀδηφάγον εἶχον ἐδωδήν Orác. en ZPE 7.1971.207 (Mileto II d.C.), πλησθ<ῆν>αι ἐδωδῆς TAM 3(1).922.7 (Termeso III d.C.), ἑαυτοῦ ἡ ἐ. Manes 81.6, en una receta en verso ἅλας ... βαλέειν, θεράποντας ἐδωδῆς echar sal, compañera de la comida Orph.L.719, cf. Hsch.
pienso, forraje παρὰ δέ σφισι (ἵπποις) βάλλετ' ἐδωδήν Il.8.504
cebo πλάνος ... ἐ. Theoc.21.43.
II abstr.
1 hecho o acción de comer, comida ὀδόντας ἔχει ... μὲν ἐδωδῆς χάριν ciertos insectos tienen dientes para la función de comer Arist.PA 683a5, c. gen. obj. ὁ λέων (χαίρει) ... τοῦ βοός ... τῇ ἐδωδῇ Arist.EN 1118a20, ὁ ἐλέφας ἐσθίει ... <κριθῶν> μεδίμνους ἐννέα ἐπὶ μιᾶς ἐδωδῆς Arist.HA 596a4, τοῦ πολύποδος Iul.Or.9.181a, τῶν ἐμψύχων Porph.Abst.1.12, c. adj. pred. ἐ. ἔμψυχος alimentación a base de animales Orph.L.368.
2 acción de dar de comer, de alimentar ἀχθόμενος τῇ ἐδωδῇ del águila que echa del nido a uno de sus polluelos porque tiene dificultades para alimentarlo Arist.HA 563a22.
3 medic. comida, alimentación, ingesta εἰ ἐκ πολλῆς ἐδωδῆς ἐς κενεαγγίην μεταβάλλοι Hp.Acut.47, τῶν δ' ἀσυνήθων τῆς ἐδωδῆς Mnesith.Ath.27b.6, cf. 38.9, τῶν φαρμάκων τῶν ξηραινόντων ἐδωδαί τε καὶ πόσεις Gal.9.388.
III uso esp. el gusto uno de los cinco sentidos ὄψεις, ... ἀκοαί, ἐ. ..., ὄσφρησις ... καὶ ἁφή Dion.Alex. en Eus.PE.14.26.5.
• Etimología: Forma red. como ἀγωγή, quizá formada sobre *ὠδᾱ < *H1o-H1d-eH3, cf. alb. haealimento’ < H1o-H1d-eH3.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, die Speise, das Essen, die Nahrung; Od. 5, 196 u. öfter; in Prosa, Plat. Phil. 31 e; καὶ πόσις Legg. VI, 782 c; Xen. Hier. 1, 19. Auch = Futter für die Pferde, Il. 8, 504; Köder für die Fische, Theocr. 21, 43.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
aliment, nourriture, pâture.
Étymologie: R. Ἐδ avec redoubl., cf. ἔδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδωδή: ἡ τροφή, φαγητόν, ἐδώδιμα, Ἰλ. Τ. 167, Ὀδ. Γ. 70, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392· ἐδ. καὶ πόσις Πλάτ. Πολ. 350Α, Νόμ. 782Ε, κ. ἀλλ.· πληθ., τῶν περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν ὁ αὐτ. Πολ. 389Ε, πρβλ. 519Β. 2) τροφή, χόρτος διὰ τὰ κτήνη, Ἰλ. Θ. 504. 3) δέλεαρ, δόλωμα πρὸς ἁλιείαν, Θεόκρ. 21. 43. ΙΙ. τὸ ἐσθίειν, ἀχθόμενος τῇ ἐδωδῇ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6. 1· ὀδόντας ἔχει … ἐδωδῆς χάριν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 10· τῇ ἐδ. τοῦ βοὸς χαίρει ὁ λέων ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 13. 2) φαγητόν, γεῦμα, ἐπὶ μιᾶς ἐδ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 9, 1.

English (Autenrieth)

(ἔδω): food, meat, fodder.

Greek Monolingual

ἐδωδή, η (Α)
1. τροφή, φαγητό
2. γεύμα
3. το να τρώει ή να μπορεί να φάει κάποιος
4. το δόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. < έδω, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αγωγή)].

Greek Monotonic

ἐδωδή: ἡ,
1. τροφή, φαγητό, τρόφιμα, σε Όμηρ., Πλάτ.
2. σανό για βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
3. δόλωμα για ψάρια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐδωδή: дор. ἐδωδά
1) пища, еда (οἶνος καὶ ἐ. Hom.; δίαιτα καὶ ἐ. Plut.);
2) (действие), еда, питание, (ὀδόντας ἔχειν ἐδωδῆς χάριν Arst.);
3) корм (παρὰ ἵπποις βάλλειν ἐδωδήν Hom.; sc. ἰχθύων Theocr.);
4) прием пищи, трапеза: ἐσθίειν τι ἐπὶ μιᾶς ἐδωδῆς Arst. съедать что-л. за один раз.

Middle Liddell

ἐδωδή, ἡ, [from ἔδω]
1. food, meat, victuals, Hom., Plat.
2. fodder for cattle, Il.
3. a bait for fish, Theocr.