ἐμίν
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
ἐμίνγα, ἐμίνη, v. ἐγώ.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
German (Pape)
[Seite 807] dor. = ἐμοί, auch ἐμίνη u. ἔμινγα, = ἔμοιγε, Apoll. D. pron. 364.
French (Bailly abrégé)
dat. dor. de ἐγώ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμίν: ἐμίγα, ἐμίνη, ἴδε ἐγώ.
Greek Monotonic
ἐμίν: ἐμίνγα, Δωρ. αντί ἐμοί, ἐμοίγε, δοτ. του ἐγώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμίν: (ῑ) дор. dat. к ἐγώ.