ἐνδιαλλάττω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
Attic for ἐνδιαλλάσσω, alter, Arist.Phgn.806a13:—Pass. ἐνδιαλλαγμένος, sodomite, LXX 3 Ki.22.47, Aq.Ge.38.21.
Spanish (DGE)
1 alterar, transformar ὅσα δὲ παθήματα ἐγγινόμενα τῇ ψυχῇ μηδέν τι ἐνδιαλλάττει τὰ σημεῖα τὰ ἐν τῷ σώματι Arist.Phgn.806a13
•cambiar, mudar τὰ ῥήματα Hippol.Haer.5.11.1.
2 part. perf. pas. ὁ ἐνδιηλλαγμένος invertido, sodomita Aq.3Re.22.47
•ἡ ἐνδιηλλαγμένη prostituta, meretriz Aq.Ge.38.21, De.23.17.
German (Pape)
[Seite 833] darin verändern, Arist. physiogn. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαλλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταβάλλω, Ἀριστ. Φυσιογν. 1. 14.
Greek Monolingual
ἐνδιαλλάσσω και ἐνδιαλλάττω (Α)
1. μεταβάλλω, αλλοιώνω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐνδιαλλαγμένος
σεξουαλικά διεστραμμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαλλάσσω: атт. ἐνδιαλλάττω (в чем-л.) изменять (τι ἔν τινι Arst.).