ἑλικώδης
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ες, = ἑλικοειδής, Plu.2.648f, Nonn.D.1.370.
Spanish (DGE)
(ἑλῐκώδης) -ες
• Morfología: [formas no contr.: ac. -εα Nonn.D.15.46; dat. -εϊ Nonn.D.2.616, Paul.Sil.Soph.656; plu. ac. -εας Nonn.D.2.616]
1 retorcido, sinuoso κισσός Nonn.D.7.327, ἑ. μορφή de un dragón, Nonn.D.4.418, de la cola de la Osa Mayor, Sch.Arat.35
•subst. τὸ ἑ. de la hiedra, Plu.2.648e
•rizado βόστρυχα Nonn.D.16.15, cf. 23.201.
2 que forma espirales, retorcido, de donde trenzado ἄντυγες ἄστρων Nonn.D.1.370
•que se mueve en círculo, que gira ἐχόρευε ... ἑλικώδεϊ τάρσῳ Nonn.D.19.198, δονέων ἑλικώδεα κύκλον ἀκάνθης de un monstruo, Nonn.D.18.277, del movimiento de la luna en el zodiaco, Nonn.D.6.245.
3 que rodea, que ciñe ἑλικώδεϊ δεσμῷ Nonn.D.1.370.
German (Pape)
[Seite 797] ες, = ἑλικοειδής; Plut. Symp. 3, 2, 1; Nonn. D. 1, 370 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. ἑλικοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικώδης: -ες, = ἑλικοειδής, Πλούτ. 2. 648F, Νόνν. Δ. 1. 370, κτλ.
Greek Monolingual
-ες (Α ἑλικώδης, -ες)
ελικοειδής.
Russian (Dvoretsky)
ἑλικώδης: Plut. = ἑλικοειδής.