ὀξέως
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec finesse ou acuité (voir, comprendre, etc.);
2 rapidement;
Cp. ὀξυτέρως, Sp. ὀξύτατα.
Étymologie: ὀξύς.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξέως: Ἐπίρρ. ἴδε ὀξὺς V.
Greek Monotonic
ὀξέως: επίρρ. του ὀξύς.
Russian (Dvoretsky)
ὀξέως:
1) быстро, скоро (τὰ παραγγελλόμενα δέχεσθαι Thuc.);
2) зорко (ὁρᾶν Plut.);
3) чутко, тонко (αἰσθάνεσθαι Plat.).