ὑποκάμπτω

From LSJ
Revision as of 18:19, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκάμπτω Medium diacritics: ὑποκάμπτω Low diacritics: υποκάμπτω Capitals: ΥΠΟΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: hypokámptō Transliteration B: hypokamptō Transliteration C: ypokampto Beta Code: u(poka/mptw

English (LSJ)

A bend short back, ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν they turned in the strap-end under the strap itself, Il.24.274; ὑποκεκαμμένα [τὰ σκέλη] Philum. ap. Aët.16.23. II intr., turn back, double as a hare, X.Cyn.5.16. III metaph., c. acc., fall short of, καιρὸν χάριτος A.Ag.786 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1219] 1) trans., umbiegen; als tmesis rechnet man hieher ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν Il. 24, 274. – 2) intrans., umkehren, zurückkehren, Xen. Cyn. 5, 16. – 3) darum-, herumgehen, dah. vermeiden; Aesch. vrbdt μήθ' ὑπεράρας μήθ' ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος, Ag. 760.

French (Bailly abrégé)

faire des détours ; se détourner avant d’atteindre le but.
Étymologie: ὑπό, κάμπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκάμπτω: μέλλ. -ψω, κάμπτω ὀλίγον ὀπίσωὑποκάτω, ὑπὸ γλωχῖνα δ’ ἔκαμψαν, ἔκαμψαν τὸ ἄκρον τοῦ ἱμάντος ὑπ’ αὐτὸν τὸν ἱμάντα, Ἰλ. Ω. 274. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑποστρέφομαι, γυρίζω ὀπίσω, ἐπὶ λαγοῦ, ἔστιν ὅτε διαβαίνουσι τὰ ῥεύματα καὶ ὑποκάμπτουσι καὶ καταδύονται εἰς φάραγγας Ξεν Κυν. 5, 16. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ., ὑπολείπομαι, μένω ὀπίσω, ὑστερῶ, μήθ’ ὑπεράρας μήθ’ ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Αἰσχύλ. Ἀγ. 786.

Greek Monolingual

ΜΑ
κάμπτω κάτι λίγο προς τα κάτω ή προς τα πίσω
μσν.
μτφ. υποχωρώ
αρχ.
1. (αμτβ.) (για λαγό) γυρίζω προς τα πίσω
2. μτφ. υστερώ.

Greek Monotonic

ὑποκάμπτω: μέλ. -ψω,
I. λυγίζω λίγο πίσω, γυρίζω μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., γυρίζω λίγο προς τα πίσω, πισωγυρίζω όπως ο λαγός, σε Ξεν.· μεταφ. με αιτ., υστερώ, υπολείπομαι, καιρόν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκάμπτω:
1) подгибать назад (γλωχῖνα Hom. - in tmesi);
2) поворачивать назад, петлять Xen.: μήθ᾽ ὑπεράρας μήθ᾽ ὑποκάμψας καιρόν Aesch. не перескочив предела, но и не повернув, не достигнув его.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to bend short back, turn in under, Il.
II. intr. to turn short back, double as a hare, Xen.:—metaph., c. acc., to fall short of, καιρόν Aesch.