ὕπαρχος
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ὁ,
A subordinate commander, lieutenant, ὕπαρχος ἄλλων . . οὐχ ὅλων στρατηγός S.Aj.1105; ὕπαρχος ὢν τῷ ἀδελφῷ Luc.DMort.12.2; ὑπάρχοις τοῖς ἐμοῖς E.Hel.1432.
2 subordinate governor, of satraps, etc., Hdt.3.70, 4.166, al., X.An.4.4.4; Ἰωνίας Th.8.31; Ἑλλησποντίων Sor.Vit.Hippocr.8; in the Seleucid kingdom, OGI225.36 (Didyma, iii B. C.).
b = Lat. proconsul, Epigr.Gr.906 (Gortyn); = legatus, ὕπαρχος Αὐτοκράτορος Καίσαρος Inscr.Prien.247, cf. App.BC5.26, D.C.36.36, al.; ὕπαρχος Αἰγύπτου, = praefectus Aegypti, Arr.An.3.5.7; ὕπαρχος τοῦ ἱεροῦ πραιτωρίου = praefectus praetorio, IGRom.3.435 (Pisidia), cf. Lyd. Mag.1.14, al., Gloss.; so ὕπαρχος alone, in verse, of the praefectus praetorio Illyrici, IG22.4224 (v A. D.), cf. 4226 (v A. D.), 7.94 (Megara, v. A. D.); ὁ τῆς πόλεως ὕπαρχος = praefectus urbi, Lyd.Mag.1.38, cf. 2.19.
II subject to one, τῶν Καρχηδονίων Plb.7.9.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commande sous les autres ou à la place d’un autre;
ὁ ὕπαρχος :
1 lieutenant;
2 gouverneur.
Étymologie: ὑπάρχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαρχος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ διοικῶν ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἑτέρου, ὑποδιοικητής, ὑποστράτηγος, ὕπ. ἄλλων, οὐχ ὅλων στρατηγὸς Σοφ. Αἴ. 1105· ὕπ. ὤν τῷ ἀδελφῷ Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2. τοῖς ἐμοῖς ὑπάρχοις Εὐρ. Ἑλ. 1432. 2) ὁ κυβερνῶν ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ κυβερνήτου, ἀντιβασιλεύς, Ἡρόδ. 3. 70., 4. 166, κ. ἀλλ., Ξενοφ., κλπ.· ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, = praefectus provinciae, ἔπαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 373b (προσθῆκ.), 1080· praef. pr et rio, τῆς αὐλῆς, αὐτόθι 2592· praefectus urbis, Εὐαγρ. 2473Α. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, τινος Πολύβ. 7. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρχος· οἰκονόμος, πολέμου στρατηγός».
Greek Monotonic
ὕπαρχος: ὁ, υποδιοικητής, υποστράτηγος, υπολοχαγός, αντιπλοίαρχος, υποκυβερνήτης, αντιβασιλέας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαρχος:
I 2 подчиненный, подвластный (Καρχηδονίων Polyb.).
II ὁ
1) помощник, заместитель (τινος Soph. и τινι Luc.);
2) наместник, правитель (τῆς Ἀρμενίας Xen.).
Middle Liddell
ὕπ-αρχος, ὁ,
commanding under another, a lieutenant, lieutenant-governor, viceroy, Hdt., etc.
English (Woodhouse)
deputy, lieutenant, subordinate, a subordinate lieutenant, under-ruler, vice-regent