ὠκύσκοπος

Revision as of 18:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, quick-aiming, of Apollo, AP9.525.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vise d’un regard prompt ou perçant.
Étymologie: ὠκύς, σκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύσκοπος: -ον, ὁ ταχέως σκοπῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.

Greek Monolingual

και ὠκυσκόπος, -ον, Α
αυτός που εξετάζει κάτι με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πολύ-σκοπος].

Greek Monotonic

ὠκύσκοπος: -ον, αυτός που σκοπεύει με το τόξο γρήγορα· ὠκύσκοπος Ἀπόλλων, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠκύ-σκοπος, ον,
quick-aiming, Ἀπόλλων Anth.