διαπρεπής

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρεπής Medium diacritics: διαπρεπής Low diacritics: διαπρεπής Capitals: ΔΙΑΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: diaprepḗs Transliteration B: diaprepēs Transliteration C: diaprepis Beta Code: diapreph/s

English (LSJ)

ές, distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ διαπρεπές = magnificence, Th.6.16. Adv. διαπρεπῶς = magnificently, σκηνὴ διαπρεπῶς κεκοσμημένη Plu.Alc.12; διαπρεπῶς ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7.

German (Pape)

[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique: τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπρεπής -ές [διαπρέπω] uitstekend, voortreffelijk; subst.. τὸ διαπρεπές de praal Thuc. 6.16.2.

Russian (Dvoretsky)

διαπρεπής: отменный, выдающийся, превосходный, блистательный, славный (νῆσος Pind.; ἀρετή Thuc.; ἄγαλμα Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.

English (Slater)

διᾰπρεπής illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)

Greek Monolingual

-ές (AM διαπρεπής, -ές)
διακεκριμένος, ξεχωριστός, έξοχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διαπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.

Greek Monotonic

διαπρεπής: -ές (πρέπω), διακεκριμένος, εξαίρετος, επιφανής, ένδοξος, λαμπρός, σε Θουκ.· τινι ή τι, σε κάτι, σε Ευρ.· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.

Middle Liddell

δια-πρεπής, ές adj πρέπω
eminent, distinguished, illustrious, Thuc.; τινί or τι in a thing, Eur.; τὸ δ. magnificence, Thuc.

English (Woodhouse)

conspicuous, exalted, famous, peerless, pre-eminent, singular, preeminent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [sg. ac. no contr. διαπρεπέα Pi.I.5.44]
1 que se distingue, notable, sobresaliente, magnífico νᾶσος Pi.l.c., ἀρετή Th.2.34, διαπρεπεῖς τότ' ἐγένοντο Φρύγες E.Or.1483, (γυνή) X.Mem.2.1.27, ἄλσος Str.14.1.20, ἆθλα IPr.114.21 (I a.C.), φιλοστοργία IEphesos 27.380 (II d.C.), ἐξέδρα I.AI 8.134, ἄνδρες LXX 2Ma.10.29, cf. D.C.60.27.4
c. dat. de limitación εἴδωλα ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ διαπρεπέα Democr.B 195, διαπρεπεῖς εὐψυχίᾳ E.Supp.841, c. ac. de rel. δ. τὴν θέαν = de admirable aspecto E.IA 1588, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ... παρασκευαῖς διαπρεπεῖς ὁρᾶσθαι καὶ κεκοσμημένους Plu.Phil.9, cf. Philostr.VS 600, Hsch.
neutr. compar. como adv. διαπρεπέστερον ἀγωνισάμενοι = los que se habían distinguido más notablemente en la lucha I.BI 7.11
sup. de manera muy superior ἀγωνίσασθαι διαπρεπέστατα Plb.10.49.9, cf. IPr.114.24 (I a.C.), κάλλιστα καὶ δ. D.50.7, cf. D.C.72.5.4
subst. τὸ δ. magnificencia, grandeza Th.6.16.
2 adv. διαπρεπῶς = espléndidamente, magníficamente ἔθαψε δὲ αὐτὸν ... δ. I.AI 7.392, σκηνὴ ... κεκοσμημένη δ. Plu.Alc.12, cf. 2.214e, IAphrodisias 3.72.1.24 (III d.C.)
de manera muy notable δ. ἀγωνίσασθαι Plu.Mar.28, 2.873d, Philostr.VS 525.