ἀερομαντεία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἡ, divination by air, Varr. ap. Serv.ad Virg.Aen.3.359.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερομαντεία: ἡ, μαντεία ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ ἀέρος, Ἰσίδ. Ἱσπάλ. 8, 9, 13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): lat. aeromantia
aeromancia Varro en Isid.Etym.8.9.13.