ἀρᾳδιούργητος
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ον, not dishonestly done, AB 357, Suid. s.v. ἀκαπήλευτον. Adv. -τως, = sine fraude, Just. Edict. 7.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾳδιούργητος: -ον, ὁ ἄνευ ῥαδιουργίας, «ἀκαπήλευτον, ἄδολον, καθαρόν, ἀρᾳδιούργητον» Α. Β. 357, 28, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀκαπήλευτον.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tomado a la ligera, tomado escrupulosamente del día de Pascua ἀρᾳδιούργητον ἄγομεν τὴν ἡμέραν observamos la fiesta escrupulosamente Polycr.Eph. en Eus.HE 5.24.2, cf. Nil.M.79.865A
•de ahí sin fraude, puro ἀκαπήλευτον· ἄδολον, καθαρόν, ἀ. AB 357, Sud.s.u. ἀκαπήλευτον.
2 adv. -ως escrupulosamente, sin fraude Ius.Edict.7.7.