Ἀκαδημεικός
English (LSJ)
v. sub Ἀκαδήμεια.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀκαδημεικός: -ή, -όν, Ἀκαδημιακός, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 5814.
Spanish (DGE)
v. Ἀκαδημαϊκός.
v. sub Ἀκαδήμεια.
Ἀκαδημεικός: -ή, -όν, Ἀκαδημιακός, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 5814.
v. Ἀκαδημαϊκός.