ἐλεεινότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ, = ἔλεος, Sch.E.Or.960.
German (Pape)
[Seite 794] ητος, ἡ, als Erkl. von ἔλεος, Schol. Eur. Or. 956; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεεινότης: -ητος, ἡ, = ἔλεος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 960. 2) ἀθλιότης, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 mezquindad, miseria ἡμῶν τὴν ἐλεεινότητα op. σου ἀγαθότητα Meth.Sym.et Ann.M.18.365C
•en fórmulas de humildad ἡ ἐμὴ ἐ. mi modesta, mi insignificante persona Callinic.Mon.V.Hyp.proem.2, cf. PLond.1676.4 (VI d.C.).
2 lamento ὑπὲρ τῶν μελλόντων τεθνήξεσθαι παίδων Sch.E.Or.960D.