δαιδαλεύομαι
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
= δαιδάλλω, Ph.1.666.
Spanish (DGE)
trabajar con esmero, trabajar delicadamente τίς τὰς πολυτελεῖς ἁλουργίδας ... δαιδαλεύεται; Ph.1.666.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδαλεύομαι: ἀποθ. = δαιδάλλω, Φίλων 1. 666.
Greek Monolingual
δαιδαλεύομαι (Α)
δαιδάλλω.