λευκοστεφής

From LSJ
Revision as of 13:51, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοστεφής Medium diacritics: λευκοστεφής Low diacritics: λευκοστεφής Capitals: ΛΕΥΚΟΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: leukostephḗs Transliteration B: leukostephēs Transliteration C: lefkostefis Beta Code: leukostefh/s

English (LSJ)

ές, A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334. II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.

Russian (Dvoretsky)

λευκοστεφής: обвитый белой шерстью (ἱκετηρία, κλάδοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».

Greek Monolingual

λευκοστεφής, -ές (Α)
1. ο στεφανωμένος με λευκό στέμμα («λευκοστεφεῑς ἱκτηρίας», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) στον τ. λευκοστεφῆ
τά κεραυνοβόλητα.

English (Woodhouse)

wreathed with white wool, wreathed with white

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)