ορθός

From LSJ
Revision as of 20:10, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, -ή, -όν)
1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»).
3. ευθύς, ίσιοςἈπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι βέλος», Αισχύλ.)
4. σωστός, μη εσφαλμένος (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῦς», Σοφ.)
5. δίκαιος, ενδεδειγμένος (α. «ορθή παρατήρηση» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», Σοφ.)
6. αυτός που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών («ορθή γωνία»)
7. φρ. «ορθός λόγος»
i) η σωστή σκέψη
ii) (φιλοσ.) ο λόγος ως πηγή γνώσης και κριτήριο της αλήθειας, ο ορθολογισμός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθό
α) το λογικό, το πρέπον, το σωστό
β) η τελική μοίρα του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. ευθύ ή απευθυσμένο