ὀχλαγωγία

From LSJ
Revision as of 21:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλᾰγωγία Medium diacritics: ὀχλαγωγία Low diacritics: οχλαγωγία Capitals: ΟΧΛΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: ochlagōgía Transliteration B: ochlagōgia Transliteration C: ochlagogia Beta Code: o)xlagwgi/a

English (LSJ)

ἡ, fooling of the mob, Plu.Pyrrh.29; conventus, convicium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’attirer le peuple, charlatanisme.
Étymologie: ὀχλαγωγός.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλᾰγωγία: ἡ досл. хитрое привлечение на свою сторону толпы, перен. обман, надувательство Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλᾰγωγία: ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, ἀταξία τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29.

Greek Monolingual

η (Α ὀχλαγωγία) οχλαγωγός
θορυβώδης συνάθροιση πλήθους
νεοελλ.
1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών
2. (κατ' επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα
αρχ.
θορυβώδης συζήτηση, συνέλευση.

Greek Monotonic

ὀχλᾰγωγία: ἡ, συνάθροιση όχλου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὀχλᾰγωγία, ἡ,
mob-oratory, Plut. [from ὀχλᾰγωγός]