ζυμόω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ζύμη) A leaven, μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζ. 1 Ep.Cor.5.6:—Pass., to be leavened, ferment, LXX Ex.12.34,39, Plu.2.659b, etc.; of digestion, τὰ μέλανα -οῦται Hp.Acut.61; [κοιλίη] ἐζυμωμένη in a ferment, Id.VM11. 2 cause to effervesce, γῆν Gal.10.964, Aët.1 Praef.:—Pass., ζυμουμένη [χύτρα] Alex.124.8.
German (Pape)
[Seite 1141] mit Sauerteig mischen u. in Gährung bringen, Hippocr. u. Sp., bes. N. T. – Pass., gähren, sauern, Alexis Ath. IX, 383 d; Plut. Symp. 3 g. E.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pétrir avec du levain ; faire fermenter, faire lever ; Pass. fermenter.
Étymologie: ζύμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυμόω [ζύμη] perf. med.-pass. 3 sing. ἐζύμωται, ptc. ἐζυμωμένος act. met acc., causat. doen gisten. med.-pass. intrans. gisten.
Russian (Dvoretsky)
ζῡμόω:
1) квасить: μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ погов. NT малая закваска заквашивает все тесто;
2) pass. киснуть, бродить Plut.
English (Strong)
from ζύμη; to cause to ferment: leaven.
English (Thayer)
ζύμω; 1st aorist passive ἐζυμωθην; (ζύμη); to leaven (to mix leaven with dough so as to make it ferment): ζύμη); ἕως ἐζυμώθη ὅλον, namely, τό ἄλευρον, words which refer to the saving power of the gospel, which from a small beginning will gradually pervade and transform the whole human race: Sept., Hipp., Athen., Plutarch.)
Greek Monotonic
ζῡμόω: (ζύμη), μέλ. -ώσω, ζυμώνω, βάζω προζύμι ώστε η ζύμη να γίνει αφράτη, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμόω: ζύμη κινῶ ζύμωσιν ἔν τινι, ἐμβάλλω προζύμιον εἴς τι, Λατ. fermentare, μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ Α΄ Ἐπισ. π. Κορ. ε΄, 6· - παθ., ζυμοῦμαι, ἑνοῦμαι μετὰ τῆς ζύμης, ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Πλούτ. 2. 659Β, Ἕβδ. (Ἐξόδ. ιβ΄, 34. 39), κτλ.· κοιλία ἐζυμωμένη, οὖσα ἐν καταστάσει ζυμώσεως κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πέψεως, Ἱππ. Ὀξ. 394· ζυμουμένη, ἐπὶ χύτρας, Ἄλεξ. Λέβ. 5. 8.
Middle Liddell
ζῡμόω, fut. -ώσω ζύμη
to leaven, NTest.
Chinese
原文音譯:zumÒw 緒摩哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(發)酵
字義溯源:發酵,煮沸,使發酵,發酵起來,發起來;源自(ζύμη)*=酵)
出現次數:總共(4);太(1);路(1);林前(1);加(1)
譯字彙編:
1) 都發酵起來(2) 太13:33; 加5:9;
2) 發起來麼(1) 林前5:6;
3) 發起來(1) 路13:21