κατάλιθος

From LSJ
Revision as of 00:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλῐθος Medium diacritics: κατάλιθος Low diacritics: κατάλιθος Capitals: ΚΑΤΑΛΙΘΟΣ
Transliteration A: katálithos Transliteration B: katalithos Transliteration C: katalithos Beta Code: kata/liqos

English (LSJ)

ον, set with precious stones, ὕφασμα LXXEx.28.17.

German (Pape)

[Seite 1360] voll von Steinen, mit Steinen besetzt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλῐθος: -ον, πλήρης λίθων, κεκοσμημένος μὲ πολυτίμους λίθους, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17).

Greek Monolingual

κατάλιθος, -ον (Α)
στολισμένος με πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. μονόλιθος, υπόλιθος].