νύξ

From LSJ
Revision as of 08:50, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύξ Medium diacritics: νύξ Low diacritics: νυξ Capitals: ΝΥΞ
Transliteration A: nýx Transliteration B: nyx Transliteration C: nyks Beta Code: nu/c

English (LSJ)

νυκτός, ἡ, A night: either generally, night season (opp. day), or a night, ν. ἀμβροσίη Il.24.363; ν. ἄμβροτος Od.11.330; but ν. ὀλοή ib.19, Il.16.567, cf. infr. Il. 3, III; νυκτός by night, as adverb, Od. 13.278, etc.; οὔτε ν. οὔτ' ἐξ ἡμέρας S.El.780; νυκτὸς ἔτι while it was still night, Hdt.9.10; also τῆς νυκτός Alex.78.3, 148; ν. τῆσδε S. Aj.21; ἄκρας νυκτός = at dead of night, ib.285 (but ἄκρῃ νυκτί at nightfall, Arat.775, ἀκρόθι νυκτός = on the verge of dawn, Id.308); ἀωρὶ νυκτός, τῶν νυκτῶν, v. ἀωρί: in plural, τῶν νυκτῶν = at nights, Ar.Ec.668: rarely, νυκτί Hdt.7.12; ν. τῇδε S.El.644; νύκτα = the night long, νύκτα φυλάσσειν = to watch the night through, Il.10.312, Od.5.466: pl., νύκτας ἰαύειν Il.9.325, Od.5.154, etc.; δύω νύκτας, τρεῖς νύκτας, ib.388, 17.515: in Att., ὅλην τὴν ν. Pherecr.177, Amphis20.4; τὴν νύχθ' ὅλην Eub.3; τὰς νύκτας Diph.32.14; ὅλας γε καὶ πάσας τὰς νύκτας X.Smp.4.54; νύκτας τε καὶ ἦμαρ Il.5.490; νύκτας τε καὶ ἡμέρας Pl.Tht.151a; οὔτε νύκτ' οὔθ' ἡμέραν E.Ba.187; τὴν νύχθ' ὅλην τήν θ' ἡμέραν Eub.53.1; νύκτα ἡμέραν ποιούμενος ἀπόστειλον (κατάπεμψον), i.e. without delay, PCair.Zen.314.7, PSI5.514.3 (both iii B. C.); μέσαι νύκτες midnight, Sapph.52, Pl.R.621b; περὶ μ. νύκτας X.An.7.8.12; ἐν μέσῳ νυκτῶν Id.Cyr.5.3.52; πρωΐτερον μέσων νυκτῶν Th.8.101; ἔξω μέσων ν. D.54.26. 2 freq. with Preps., ἀνὰ νύκτα = by night, Il.14.80; ἀνὰ πᾶσαν νύκτα = all night through, Paus.1.32.4; διὰ νύκτα Od.19.66, etc.; εἰς νύκτα, εἰς τὴν νύκτα, towards night, X.Cyn.11.4, HG4.6.7; ἐν νυττί (ἐν νυκτί), opp. πεδ' ἀμέραν, Leg.Gort.2.14, SIG527.40 (Dreros, iii B.C.); κατὰ νύκτα Ar.Fr. 561 (lyr.); ὑπὸ νύκτα = towards nightfall, Th.4.67, X.Ages.2.19; μετὰ νύκτας = by night, Pi.N.6.6; μεθ' ἡμέραν καὶ διὰ νυκτός = all through the night, Pl.Criti.117e; ἐκ νυκτός = after nightfall, X.Cyr.1.4.2, LXXIs. 26.9, etc.; ἐκ πολλῆς ἔτι νυκτός D.H.6.67; ἐκ νυκτῶν Thgn.460, A. Ch.287, E.Rh.13, 17 (both anap.); ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Pl.Ax.368b; πόρρω τῶν νυκτῶν = far into the night, Id.Smp.217d, Prt.310c; ἐπὶ νυκτί = by night, Il.8.529; ἐφ' ἡμέρῃ αἱ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op.102; ἐν νυκτί A. Ag.653, X.Smp.1.9, etc.; ὀψίᾳ ἐν νυκτί Pi.I.4(3).36; ἐν ν. τῇ νῦν S.Ant. 16; νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις Pi.P.4.130. 3 in plural, watches of the night, ib.256; three such, παροίχωκεν δὲ πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.252; τρίχα νυκτὸς ἔην, for τρίτον μέρος τῆς νυκτὸς ἦν, it was the third watch, i. e. next before morning, Od.12.312. II metaph. of darkness, νυκτὶ καλύψαι Il.5.23, cf. Od. 20.351, etc. 2 metaph. of death, ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ ν. ἐκάλυψε Il.5.310, al.; ν. Ἅιδης τε S.Aj.660. 3 in Comparisons, of anything dark and direful, νυκτὶ ἐοικώς = like night, of Apollo in his wrath, Il.1.47, cf. 12.463, Od.11.606; τάδε νυκτὶ ἐΐσκει what is here he likens to night, 20.362; ὀλεθρία νύξ, of a great calamity, S.OC 1684(lyr.). III Νύξ as pr. n., Nyx, the goddess of Night, Il.14.259, Hes.Op.17,Th.123,211; N. ὀλοή ib.224. IV the night-quarter of heaven or evening-quarter of heaven, the West, πρὸς νυκτός ib.275. (Cf. Lat. nox, Lith. naktis, Goth. nahts, etc.)

French (Bailly abrégé)

νυκτός (ἡ) :
nuit :
1 p. opp. au jour : νύκτα HDT, νυκτός OD, τῆς νυκτός XÉN, νυκτί OD la nuit, de nuit ; ἀνὰ νύκτα IL de nuit ; διὰ νύκτα OD la nuit durant ; εἰς νύκτα, εἰς τὴν νύκτα XÉN à la tombée de la nuit ; ὑπὸ νύκτα de nuit ; ἐκ νυκτός XÉN à la tombée de la nuit ; ἐν νυκτί, ἐν τῇ νυκτί ATT dans la nuit ; ἐπὶ νυκτί IL de nuit ; αἱ νύκτες les heures de la nuit divisées en trois parties égales : τρίχα νυκτὸς ἔην OD c’était la troisième partie, càd le dernier tiers de la nuit, vers le matin ; μέσαι νύκτες THC minuit;
2 la nuit, c. synon. de ce qui est sombre, effrayant, menaçant : νυκτὶ ἐοικώς IL (Apollon irrité) semblable à la sombre nuit;
3 en gén. obscurité, ténèbres : νυκτὶ καλύπτειν IL cacher dans la nuit ou l'obscurité, càd rendre invisible ; particul. la nuit de la mort, les ténèbres de la mort ; les Enfers, royaume de la nuit et des ténèbres.
Étymologie: cf. lat. nox.

Russian (Dvoretsky)

νύξ: νυκτός ἡ (дор. dat. pl. νύκτεσσιν)
1) тж. pl. ночь: νυκτί, νυκτός Hom., Her., νύκτα Her. etc., τῆς νυκτός Xen. etc., ἀνὰ или διὰ νύκτα Hom., ἐπὶ νυκτί Hes., διὰ (τῆς) νυκτός и ἐν νυκτί NT, μετὰ νύκτας Pind. ночью, в течение ночи; εἰς (τὴν) νύκτα и κατὰ νύκτα Xen. с наступлением ночи; ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Plat. от ночи до ночи, т. е. день-деньской; νύκτας τε καὶ ἦμαρ Hom., νύκτας τε καὶ ἡμέρας Plat. и ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἠδ᾽ ἐπὶ νυκτί Hes. днем и ночью; πόρρω τῶν νυκτῶν Plat. поздняя ночь; μέσαι νύκτες Thuc. и ἐν μέσῳ νυκτῶν Plat., μέσης νυκτός и κατὰ μέσον τῆς νυκτός NT в полночь; ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην Hom. когда наступила (последняя) треть ночи, т. е. под утро; νυκτὶ ἐοικώς Hom. ночи подобный, т. е. гневный;
2) тьма, мрак: νυκτὶ καλύπτειν Hom. окутать тьмой.

Greek (Liddell-Scott)

νύξ: νυκτός, ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), καθόλου ἡ νύξ, ἡ ὥρα τῆς νυκτός, κοινῶς «νύχτα» (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἡμέραν) ἢ μία νύξ, «νυχτιά», συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., κτλ.· νυκτός, διὰ νυκτός, ἐν ὥρα νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, Λατ. noctu, ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Ν. 278, καὶ Ἀττ.· οὔτε ν. οὔτ’ ἐξ ἡμέρας Σοφ. Ἠλέκ. 780· νυκτὸς ἔτι, ἐν ᾧ ἦτο ἔτι νύξ, Ἡρόδ. 9. 10· (πρβλ. νύκτωρὡσαύτως, τῆς νυκτὸς Ἄλεξις ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1, ἐν «Μίδωνι» 1· ν. τῆσδε Σοφ. Αἴ. 21· ἄκρας ν., κατὰ τὴν βαθυτάτην σιγὴν τῆς νυκτός, αὐτόθι 285· καὶ ἐν τῷ πληθ., τῶν νυκτῶν, κατὰ τὰς νύκτας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 668· - σπανίως, νυκτὶ Ἡρόδ. 7. 12· ν. τῇδε Σοφ. Ἠλ. 644· - νύκτα, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, νύκτα φυλάσσειν, ἀγρυπνεῖν καθ’ ὅλην τὴν μακρὰν νύκτα, Ἰλ. Κ. 312., Ὀδ. Ε. 466· οὕτως ἐν τῷ πληθ., νύκτας ἰαύειν Ἰλ. Ι. 235, Ὀδ. Ε. 154, κτλ.· δύω νύκτας, τρεῖς ν. Ε. 388, Ρ. 515· παρ’ Ἀττ., ὅλην τὴν ν. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 44, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 4· τὴν νύχθ’ ὅλην Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» κ. ἀλλ.· τὰς νύκτας Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 14· ὅλας γε καὶ πάσας τὰς ν. Ξεν. Συμπ. 4, 54· - ὡσαύτως, νύκτας τε καὶ ἦμαρ Ἰλ. Ε. 490· νύκτας τε καὶ ἡμέρας Πλάτ. Θεαίτ. 151Α· οὔτε νύκτ’ οὔθ’ ἡμέραν Εὐρ. Βάκχ. 187· τὴν νύχθ’ ὅλην τὴν θ’ ἡμέραν Εὔβουλ. ἐν «Κέρκωψι» 2· - μέσαι νύκτες, μεσονύκτιον, Πλάτ. Πολ. 621Β· περὶ μέσας νύκτας Ξεν. Ἀν. 7. 8, 12 (οὐδέποτε μέσαι νύκτες)· ἐν μέσῳ νυκτῶν Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310D. 2) συχνάκις καὶ μετὰ προσ., ἀνὰ νύκτα, κατὰ τὴν νύκτα, Ἰλ. Ξ. 80· ἀνὰ πᾶσαν νύκτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Παυσ. 1. 32, 4· οὕτω, διὰ νύκτα Ὀδ. Τ. 66, κτλ.· - εἰς νύκτα, εἰς τὴν ν., πρὸς τὴν νύκτα, Ξεν. Κυν. 11, 4, Ἑλλ. 4. 6, 7· - κατὰ νύκτα Ἀριστοφ. Ἀπόσπασμ. 470· - ὑπὸ νύκτα, Λατ. sub noctem, Θουκ. 4. 67, Ξεν.· - μετὰ νύκτας, διὰ νυκτός, Πινδ. Ν. 6. 10· - διὰ νυκτός, διαρκούσης τῆς νυκτός, Πλάτ. Κριτί. 117Ε· - ἐκ νυκτὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 2, κτλ.· ἐκ νυκτῶν Θέογν. 460, Αἰσχύλ. Χο. 288, Εὐρ. Ρῆσ. 13 καὶ 17· ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β· - πόρρω τῶν νυκτῶν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217D, Πρωτ. 310C· - ἐπὶ νυκτί, διὰ νυκτός, Ἰλ. Θ. 529· ἐφ’ ἡμέρῃ ἠδ’ ἐπὶ νυκτὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 102· - ἐν νυκτί, ἐν τῇ ν. Αἰσχύλ. Ἀγ. 653, Ξεν. Συμπ. 1. 9, κτλ.· ὀψίᾳ ἐν ν. Πινδ. Ι. 4. (3). 60· ἐν ν. τῇ νῦν Σοφ. Ἀντ. 16· νύκτεσσιν ἒν θ’ ἁμέραις Πινδ. Π. 4. 232. 3) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως αἱ ὧραι ἢ φυλακαὶ τῆς νυκτός, αὐτόθι 4. 455, Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310D. 4) Ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἑξῆς οἱ Ἕλληνες διῄρουν τὴν νύκτα εἰς τρεῖς φυλακάς, παρῴχωκεν δὲ πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων, τριτάτη δ’ ἔτι μοῖρα λέλειπται Ἰλ. Κ. 253· τρίχα νυκτὸς ἔην, ἀντὶ τρίτoν μέρος τῆς νυκτὸς ἦν, ἦτο ἡ τρίτη φυλακή, δηλ. ἡ ἀμέσως πρὸ τῆς πρωΐας, Ὀδ. Μ. 312. ΙΙ. τὸ σκότος τῆς νυκτός, Ὅμ.· νυκτὶ καλύπτειν, καλύπτειν διὰ τοῦ σκότους τῆς νυκτός, Ἰλ. Ε. 23., Ν. 425. 2) ἡ νὺξ τοῦ θανάτου, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ αὐτὸ νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω Σοφ. Αἴ. 660· οὕτω καὶ ἡ νύξ, ὡς τὸ σκότος, ἦν ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν παντὸς σκοτεινοῦ καὶ φοβεροῦ πράγματος· ἐντεῦθενἈπόλλων ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ περιγράφεται ὡς νυκτὶ ἐοικώς, Ἰλ. Α. 47, πρβλ. Μ. 465, Ὀδ. Λ. 606· τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, ταῦτα παρομοιάζει πρὸς τὴν νύκτα, δηλ. θεωρεῖ αὐτὰ ὡς σκοτεινὰ καὶ φοβερά, Υ. 362· - ἡ νὺξ ὡς εἰ ἐχθρὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καλεῖται ὀλοή, Λ. 19· καὶ μνημονεύεται ὡς κακός τις δαίμων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 17, Θεογ. 224, 757· (περὶ τοῦ ἐναντίου ἴδε φάος ΙΙ)· οὕτως, ὀλεθρία ν., ἐπὶ μεγάλης τινὸς δυστυχίας, Σοφ. Ο. Κ. 1684· - ἀλλὰ τὸ ἐπίθετον ἀμβροσίη, καὶ πολλὰ χωρία παρ’ Ὁμ. δεικνύουσιν ὅτι αὐτὸς ἀνεγνώριζε τὴν ζωογόνον δύναμιν αὐτῆς. ΙΙΙ. Νὺξ ὡς κύρ. ὄνομ., ἡ θεὰ τῆς νυκτός, θυγάτηρ τοῦ Χάους, Ἰλ. Ξ. 78, 259, Ἡσ. Θ. 123, 211, 758, Ἔργ. κ. Ἡμ. 17. IV. τὸ νυκτερινὸν ἢ ἑσπερινὸν μέρος τοῦ ὁρίζοντος, οὐχὶ δηλ. τὸ βόρειον ἀλλὰ τὸ δυσμικόν, αἱ δυσμαί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ ἀνατολῇ ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, Ἡσ. Θ. 275, πρβλ. 744, 748· - τὸ αὐτὸ καλεῖται ζόφος παρ’ Ὁμ. (Ἐκ τοῦ νύξ, νυκτός, παράγονται αἱ λέξεις νύκτωρ, νύκτερος, νυκτερινός, νυκτερίς, νύχιος, κτλ.· πρβλ. τὸ Λατ. nox, noct-is, noct-u, noct-urnus, noct-ua· Σανσκρ. ni←-a· Γοτθ. naht-s· Ἀρχ. Σκανδ. nótt· Λιθ. nakt-is· Σλαυ. nost-i· - πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ nex, necis, νεκρός, κτλ., ἥτις εὑρίσκεται ἐν τῇ Σανσκρ. na←, na←-âmi (intereo), πρβλ. ὀλοὴ νύξ, ἀνωτ. ΙΙ).

English (Autenrieth)

νυκτός, acc. νύκτα, νύχθ: night, fig., of death, Il. 5.310.—Personified, Νύξ, Night, Il. 14.259.

English (Slater)

νύξ (ἡ: νυκτός, -ί, -α; -ες, -εσσιν, -ας.) night ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτί (O. 1.2) ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος (O. 6.61) ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ (O. 6.101) κοιτάξατο νύκτ (O. 13.76) “νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν” (P. 4.115) ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ (I. 4.36) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ν]υκτὶ βίας ὁδὸν[ (supp. Lobel: cf. (P. 4.115) ) fr. 169. 19. opp. to day, ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις (O. 2.61) ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις (P. 4.130) ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματα τεὔφρονα (P. 4.195) θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω i. e. while it is night here on earth Θρ. 7. 2. pl., night hours, σπέρμ' ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (v. Leumann, Hom. Wörter, 100) (P. 4.256) καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (v. Wil., 398̆{2}) (N. 6.6) frag. ]τα νυκτὸς ὕπ[ fr. 215b. col. 2. 21.

English (Strong)

a primary word; "night" (literally or figuratively): (mid-)night.

English (Thayer)

genitive νυκτός, ἡ (from a root meaning 'to disappear'; cf. Latin nox, German nacht, English night; Curtius, § 94) (the Sept. for לַיִל and לַיְלָה) (from Homer down), night: ἵνανύξ μή φοαινη τό τρίτον αὐτῆς, i. e. that the night should want a third part of the light which the moon and the stars give it, νυκτός, by night (Winer's Grammar, § 30,11; Buttmann, § 132,26), τῆς νυκτός depend on φυλακάς); νυκτός καί ἡμέρας, ἡμέρας καί νυκτός, μέσης νυκτός, at midnight, ταύτῃ τῇ νυκτί, this night, τῇ νυκτί ἐκείνῃ, τῇ ἐπιούσῃ νυκτί, νύκτα καί ἡμέραν, τάς νύκτας, during the nights, every night, νύκτας τεσσαράκοντα, τρεῖς, διά τῆς νυκτός, see διά, A. II:1b.; δι' ὅλης (τῆς) νυκτός, the whole night through, all night, ἐν νυκτί, when he was asleep, κλέπτης) ἐν νυκτί, in ἐν τῇ νυκτί, in (the course of) the night, ἐν τῇ νυκτί ταύτῃ, ἐν τῇ νυκτί ἡ κτλ. κατά μέσον τῆς νυκτός, about midnight, 1 Thessalonians 5:5.

Greek Monotonic

νύξ: νυκτός, ἡ, Λατ. nox·
I. 1. νύχτα, δηλ. είτε με τη σημασία της χρονικής περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την ημέρα) ή απλά ως μία νύχτα, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· νυκτός, τη νύχτα, Λατ. noctu, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς ἔτι, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, σε Ηρόδ.· νυκτὸς τῆσδε, σε Σοφ.· ἄκρας νυκτός, στη βαθύτατη σιγή της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, νυκτί, σε Ηρόδ., Σοφ.· νύκτα, καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, στο μακρύ διάστημα της νύχτας, σε Όμηρ.· νύκτας, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· μέσαι νύκτες, μεσάνυχτα, μεσονύχτι, σε Πλάτ.
2. με προθ.· ἀνὰ νύκτα, κατά τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ νύκτα, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς νύκτα, εἰς τὴν νύκτα, προς τη νύχτα, σε Ξεν.· ὑπὸ νύκτα, μόλις νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· διὰ νυκτός, κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλάτ.· ἐκ νυκτός, αμέσως μόλις πέσει η νύχτα, σε Ξεν.· πόρρω τῶν νυκτῶν, βαθιά μέσα στη νύχτα, στον ίδ.· ἐπὶ νυκτί, τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νυκτί, ἐν τῇ νυκτί, σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη νύχτα σε τρεις φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. 1. το σκοτάδι της νύχτας, σε Όμηρ.
2. σκοτάδι, νύχτα του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω, σε Σοφ.
III. Νύξ, ως κύριο όνομα, η θεά της νύχτας, κόρη του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
IV. νυχτερινό ή εσπερινό μέρος του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.

Greek Monolingual

και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, -κτός, Μ και νύκτα)
1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή του Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ)
2. ζόφος, σκοτάδι («νῷν δὲ ὀλέθρια νὺξ ἐπ' ὄμμασιν βέβακε», Σοφ.)
3. (σε συγκρίσεις και παρομοιώσεις) κάθε σκοτεινό ή φοβερό πράγμανύχτα η ομορφιά της και χάρος κάθε της φιλί», Παλαμ.)
4. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) νύκτα
κατά τη διάρκεια της νύχτας
νεοελλ.
1. φρ. α) «έχει νύχτα» — είναι αδαής ή απληροφόρητος για ορισμένη υπόθεση
β) «κάνει τη νύχτα μέρα» — εργάζεται νυχθημερόν
γ) «σαν τη μέρα με τη νύχτα» — λέγεται για τεράστια διαφορά μεταξύ προσώπων και πραγμάτων
δ) «τά κατάφερες σαν δυο ώρες νύχτα» — τά έκανες θάλασσα, απέτυχες
2. παροιμ. «της νύχτας τα καμώματα τά βλέπει η μέρα και γελά» — οι νυχτερινές δουλειές είναι συνήθως αποτυχημένες
νεοελλ.-μσν.
φρ. «νύχτα μέρα» ή «μέρα νύχτα» ή «καθημερνό καὶ νύχτα» ή «(ἡ)μέρα(ν) (καὶ) νύκτα(ν)» ή «ἡμέρας τε καὶ νύκτας» — διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε
μσν.
φρ. «νύκτα πολλά» — πολύ προτού ξημερώσει
αρχ.
1. ο θάνατος («ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε», Ομ. Ιλ.)
2. το δυτικό μέρος του ορίζοντα, η δύση
3. ως κύριο όν. Νύξ
η θεά της νύχτας, θυγατέρα του Χάους
4. στον πληθ. αἱ νύκτες
οι ώρες ή οι φρουρές της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νύξ, νυκτός ανάγεται σε ΙΕ ρίζα nekw-t- / nokw-t- με χειλοϋπερωικό φθόγγο και μαρτυρείται στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με φωνήεν -ο-, πρβλ. λατ. nox, noctis, ιρλδ. in-nocht, γοτθ. nahts και αρχ. ινδ. nak, αιτ. naktam, στο οποίο ο τύπος του φωνήεντος δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Η λ. επίσης εμφανίζει θ. σε -ι, πρβλ. γεν. πληθ. του λατ. nox, noctium, αρχ. ινδ. nacti-, λιθουαν. naktis, αρχ. σλαβ. nošti, ενώ στην Ελληνική θ. σε -ι θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί στα συνθ. σε νυκτι- (πρβλ. νυκτιβάτης, νυκτί-βιος), το α' συνθετικό τών οποίων ανάγεται πιθ. σε αρχ. αμάρτυρο ουδ. σε -ι. Η απαθής βαθμίδα της ρίζας με φωνήεν -e- μαρτυρείται στη Χεττιτική (πρβλ. χεττιτ. nekuz) και πιθ. στο ρωσ. netopyr «νυχτερίδα». Στην Ελληνική τα παράγωγα του νύξ, νυκτός (πρβλ. νύκτωρ, νύκτερος) πρέπει να ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα n°kw-t- της ρίζας που αντιπροσωπεύεται με φωνήεν -υ- (πρβλ. λύκος), πιθ. λόγω της επίδρασης του χειλοϋπειρωικού φθόγγου kw- (που ετράπη σε -κ- προ συμφώνου) ή κάποιου ηχηρού λαρυγγικού φθόγγου (νυκτ- <30-, πρβλ. όνυμα: όνομα). Το φωνήεν -υ- τών παραγώγων επεκτάθηκε στη συνέχεια και στη λ. νύξ. Η ύπαρξη θέματος με επίθημα σε -r, πρβλ. λατ. nocturnus και νύκτωρ (σχηματισμένο όπως το ὕδωρ), νύκτερος, ανάγεται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή. Παρ' όλα αυτά, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το πόσο αρχ. είναι η λ. νύκτωρ, ενώ υποστηρίζεται ότι ο τ. νύκτερος έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το ἕσπερος. Η πιθανότητα πάντως αναλογικής επίδρασης δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς αν παρατηρήσει κανείς και την παραλληλία ανάμεσα στα ήμερινός —ἡμέριος - ἡμερήσιος και νυκτερινός -νυκτέριος - νυκτερήσιος. Χαρακτηριστική, τέλος, είναι στην Ελληνική η ύπαρξη αρχ. θέματος με δασύ σύμφωνο, που δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί στα ἐννύχιος, νυχαῖος, νύχειος, νυχεύω, νύχα. Κατά μία άποψη, το δασύ αυτό σύμφωνο —αν το θέμα είναι αρχαίο— αντιπροσωπεύει έναν δασύ χειλουπερωικό φθόγγο gwh, που σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του -υ- ή αμάρτυρου ηχηρού δασέος φθόγγου -gh-. Κατ' άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, το δασύ σύμφωνο έχει προέλθει από λανθασμένη ερμηνεία του ονόματος νύξ, όπου το -τ- δεν ήταν εμφανές και το -ξ- προφέρθηκε ως δασύ σύμφωνο ειδικά στα συνθ. εκ συναρπαγής ἐννύχιος, παννύχιος κ.λπ. Στη Νέα Ελληνική ο τ. νύχτα έχει σχηματιστεί από νύκτα με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραπτός > γραφτός).Παρ. και συνθ. της λ. νύχτα:
ΠΑΡ. νύκτιος, νύκτωρ
αρχ.
νύκτερος, νυκτιαίος, νυκτώον, νυκτωπός, νύχα, νυχεύω, νύχιος
αρχ.-μσν.
νύχος
μσν.
νυκτικός, νυκτώδης, νυχαίος
μσν.- νεοελλ.
νυκτώνω, νυχτιά, νυχτιάζω
νεοελλ.
νυχτιάτικος, νυχτικός, νύχτιος, νυχτώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό νυκτο- και νυχτο-) νυκτοβάτης, νυκτόβιος, νυκτοθήρας, νυκτοκλοπία, νυκτοκόραξ, νυκτοπόρος, νυκτοφύλαξ
αρχ.
νυκταιροδύτειρα, νυκτάλωψ, νύκταρχος, νυκταστράπτης, νυκταυγής, νυκτεγερτώ, νυκτερέτης, νυκτηγορώ, νυκτήμαρ, νυκτηρεφής, νυκτογραφώ, νυκτοδρόμος, νυκτοειδής, νυκτολάλημα, νυκτολαμπίς, νυκτόμαντις, νυκτομαχώ, νυκτονόμος, νυκτοπεριπλάνητος, νυκτοπλανής, νυκτοπόλεμος, νυκτοπότιον, νυκτοπύρετος, νυκτοστράτηγος, νυκτουργός, νυκτοφαής, νυκτοφαίνουσα, νυκτοφυλακή, νυχθήμερος (Ι)
αρχ.-μσν.
νυκτέπαρχος, νυκτήμερον, νυκτοπλοώ, νυκτόχρους
μσν.
νυκτοδαδίζω, νυκτοδλέπω, νυκτοδραδιάζομαι, νυκτοδεσπότις, νυκτοήμερον, νυκτοκοπιάζω, νυκτολεθρία, νυκτολόγημα, νυκτόναρ, νυκτοπερπατάρης, νυκτοπεριπατώ, νυκτοσκόπος, νυκτοστολώ, νυκτοσυνοδία, νυκτοτριήμερος, νυκτοφόρος
μσν.- νεοελλ.
νυκτεργασία, νυκτογυρισμένος, νυκτοκλέπτης
νεοελλ.
νυκταλγία, νυκτανθές, νυκτοκλοπή, νυκτοναστία, νυκτοπάρωρο, νυκτοπλάνος, νυκτόσημο, νυκτοσκοπός, νυκτοτροπισμός, νυκτουρία, νυκτωδία, νυχτοδίγλα, νυχτόδιος, νυχτοκάματο, νυχτοκάντηλο, νυχτοκόπος, νυχτοκόρακας, νυχτολούλουδο, νυχτομαθημένος, νυχτομάτης, νυχτομάχος, νυχτομπάτης, νυχτοπάλεμα, νυχτοπαραδέρνω, νυχτοπαρωρίτης, νυχτοπάτης, νυχτοπεζοδρόμος, νυχτοπερπατώ, νυχτοπέτα, νυχτοπλάνος, νυχτοπούλι, νυχτοστρατοκόπος, νυχτοφάναρο, νυχτοφύλακας, νυχτοφυλακή, νυχτοφώτιστος
(Α' συνθετικό νυκτι-) νυκτιλάλος, νυκτινόμος
αρχ.
νυκτιβάτης, νυκτίβιος, νυκτιβόας, νυκτίβρομος, νυκτίγαμος, νυκτιγενέτωρ, νυκτιδιέξοδος, νυκτιδρόμος, νυκτικλέπτης, νυκτικρυφής, νυκτιλαθραιοφάγος, νυκτιλαμπής, νυκτιμανής, νυκτίμαντις, νυκτιμέδουσα, νυκτιπαταιπλάγιος, νυκτίπλαγκτος, νυκτιπλανής, νυκτίπλανος, νυκτιπλοώ, νυκτιπόλευτος, νυκτιπόλος, νυκτιπόρος, νυκτιπραξία, νυκτίρεμβος, νυκτίσεμνος, νυκτιφαής, νυκτιφανής, νυκτίφαντος, νυκτίφοιτος, νυκτιφόρος, νυκτιφρούρητος, νυκτιχαρής, νυκτιχόρευτος
αρχ.-μσν.
νυκτικόραξ, νυκτιλόχος, νυκτίχρους
μσν.
νυκτίμορφος, νυκτίωρος
(Β' συνθετικό) νεοελλ. καληνύχτα.

Frisk Etymological English

νυκτός
Grammatical information: f.
Meaning: night (Il.).
Compounds: Often as 1. member, e.g. νυκτο-μαχ-ία, -ίη f. abstract formation as if from *νυκτο-μάχος; νυκτο-μαχέω Plu.), νυκτί-πλαγκτος causing to wander by night (A.; with locativ. 1. member, partly prob. also analogical; cf. below); as 2. member e.g. in ἀωρό-νυκτ-ος in untimely nightly hour (A. Ch. 34), μεσο-νύκτ-ιος in the middle of the night (Pi., Hp.; from μέσαι νύκτες); besides -νυχ-, e.g. ἔν-νυχ-ος, ἐν-νύχ-ιος nightly, in the night (Il.), νύχιος nightly (Hes.), νυχεύω wake through the night (E., Nic.); cf. below.
Derivatives: Many derivv., most with ρ-suffix (s. below): 1. νύκτωρ adv. at night (Hes., Archil.); 2. νύκτερος nightly (trag.) with νυκτερίς, -ίδος f. bat (Od., cf. Lommel Femininbild. 53), also as fish- and plantname (Opp., resp. Aët.; Strömberg Fischn. 111, s. also Pflanzenn. 74 on ἑσπερίς a.o.), νυκτερῖτις, -ιδος f. ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ' (Ps.-Dsc.; Redard 74f.), νυκτερεύω pass the night waking, also with δια-, ἐν- etc. (X.), from which νυκτερ-εία f. nightly chase (Pl.), -ευμα n. nightquarters (Plb.), -ευτής m. nightly hunter (Pl.), -ευτικός useful in nightly hunt (X.); 3. νυκτέριος nightly (Aret., Luc.), τὰ νυκτέρεια = ἡ νυκτερεία (Eun.); 4. νυκτερινός id. (IA.) with νυκτερινία or -εία f. direction of night watch (Ephesos Ip; wr. -ηα); 5. νυκτερήσιος id. (Luc., S. E.; for -ίσιος?, s. Fraenkel 2, 151, n. 1 a. below). -- Further the rare νύκτιος nightly (AP), νυκτῳ̃ον n. temple of the night (Luc.), after μητρῳ̃ον a. o., Νυκτεύς m. PN (Apollod., prob. shortname; Bosshardt 125 f.). -- On itself stands with λ-sufflx νυκτάλωψ, s. v. But νυκτέλιος adjunct of Dionysos (AP, Plu., Paus.) haplologically for *νυκτι-τέλιος as hypostasis of νύξ and τέλος (τελέω), cf. νυκτελεῖν ἐν νυκτὶ τελεῖν H. and Schwyzer 483.
Origin: IE [Indo-European] [762] *nekʷt- night
Etymology: Old inherited word for night, in most IE languages retained: Lat. nox, gen. pl. nocti-um, Germ., e.g. Goth. nahts, Skt. nák, acc. nákt-am (as adv.), Lith. naktìs, gen. pl. nakt-ų̄, Slav., e.g. OCS noštь etc., all from IE *nokt-; the i-stem in Lat. nocti-um, Lith. nakt-ìs, OCS nošt-ь etc. comes from innovations of the separate languages. The deviating υ in νύξ is often explained as reduced grade e.g. by Brugmann (e.g. Grundr.2II: 1,435), who sees in it the reflex of a following labiovelar; basis then *nokʷt-, what is confirmed by Hitt. nekuz (gen. sg.) from IE *nekʷt-s. Diff. W. Petersen AmJPh. 56, 56f. (υ after *λύξ in ἀμφι-λύκ-η etc.); Sapir Lang. 14, 274 (υ from a laryngal, which is certainly wrong); diff. still H. Petersson LUÅ, NF 11: 5, 12 f. (rejected by imself Heteroklisie 122 f.). -- The pregr. existence of the r-stem in νύκτωρ (formation like ὕδωρ?; Schwyzer 519 a. n. 4) etc. is proven by Lat. nocturnus; the further formation of the adjectives goes partly parallel to the derivv. from ἦμαρ, ἡμέρα: νυκτερινός: ἡμερινός, νυκτέριος: ἡμέριος, νυκτερήσιος: ἡμερήσιος (s.v.); also νυκτερεύω: ἡμερεύω. Diff., hardly correct on νύκτερος Szemerényi Glotta 38, 120: innovation after ἕσπερος. An i-stem, alternating with the r-stem, is supposed by Benveniste Origines 81 with doubtful right in the 1. member νυκτι--; cf. above. -- The aspirated and t-less form in νύχα νύκτωρ H., ἔν-νυχ-ος, -ιος, εἰνά-νυχ-ες, nine nights long, νύχιος etc. is attested only for Greek; a convincing explanation has not yet been given; s. the lit. in W.-Hofmann s. nox (with many details) and WP. 2, 338; also Specht Ursprung 220 and Austin Lang. 18, 24 (with Belardi Doxa 3, 215). On -νυχ- as 2. member also Sommer Nominalkomp. 64 f.

Middle Liddell

νύξ, νυκτός,
I. Lat. nox, night, i. e. either the night-season or a night, Hom., Hes., etc.; νυκτός by night, Lat. noctu, Od., attic; νυκτὸς ἔτι while it was still night, Hdt.; ν. τῆσδε Soph.; ἄκρας ν. at deadof night, Soph.; also, νυκτί Hdt., Soph.;— νύκτα the night long, the livelong night, Hom.; νύκτας by nights, Hom.;— μέσαι νύκτες midnight, Plat.
2. with Preps., ἀνὰ νύκτα by night, Il.; διὰ νύκτα Od.; εἰς νύκτα, εἰς τὴν ν. towards night, Xen.; ὑπὸ νύκτα just at night-fall, Thuc., Xen.; διὰ νυκτός in the course of the night, Plat.; ἐκ νυκτός just after night-fall, Xen.; πόρρω τῶν νυκτῶν far into the night, Xen.:— ἐπὶ νυκτί by night, Il.; ἐν νυκτί, ἐν τῇ ϝ. Aesch., etc.
3. in plural, also, the watches of the night, Pind., Plat.:—the Greeks divided the night into three watches, Hom., etc.
II. the dark of night, Hom.
2. the night of death, Hom.; ν. Ἄιδης τε Soph.
III. Νύξ as prop. n., the goddess of Night, daughter of Chaos, Il., Hes.
IV. the quarter of night, i. e. the West, Hes.

Frisk Etymology German

νύξ: νυκτός
{núks}
Grammar: f. (seit Il.).
Meaning: nächtliche Schlacht (Hdt., Th. u.a., Abstraktbildung wie von *νυκτομάχος; νυκτομαχέω Plu.), νυκτίπλαγκτος nachts umherirrend (A.; mit lokativ. Vorderglied, z.T. wohl auch analogisch; vgl. unten);
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. νυκτομαχία, -ίη f.als Hinterglied z.B. in ἀωρόνυκτος in unzeitig nächtlicher Stunde (A. Ch. 34 [lyr.]), μεσονύκτιος mitternächtig (Pi., Hp. usw.; von μέσαι νύκτες); daneben -νυχ-, z.B. ἔννυχος, ἐννύχιος nächtlich, in der Nacht (ep. poet. seit Il.), νύχιος nächtlich (poet. seit Hes., auch sp. Prosa), νυχεύω die Nacht durchwachen (E., Nik.) u.a.; vgl. unten.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, meist mit ρ-Suffix (zur Erklärung unten): 1. νύκτωρ Adv. nachts (seit Hes. u. Archil.); 2. νύκτερος nächtlich (Trag., sp. Prosa) mit νυκτερίς, -ίδος f. Fledermaus (seit Od., vgl. Lommel Femininbild. 53), auch als Fisch- und Pflanzenname (Opp., bzw. Aët.; Strömberg Fischn. 111, s. auch Pflanzenn. 74 zu ἑσπερίς u.a.), νυκτερῖτις, -ιδος f. ’ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ’ (Ps.-Dsk.; Redard 74f.), νυκτερεύω die Nacht wachend zubringen, auch mit δια-, ἐν- usw. (X. usw.), wovon νυκτερεία f. nächtliche Jagd (Pl.), -ευμα n. Nachtquartier (Plb.), -ευτής m. nächtlicher Jäger (Pl.), -ευτικός zum nächtlichen Jagen brauchbar (X.); 3. νυκτέ- ριος nächtlich (Aret., Luk. u.a.), τὰ νυκτέρεια = ἡ νυκτερεία (Eun.); 4. νυκτερινός ib. (ion. att.) mit νυκτερινία od. -εία f. Leitung der Nachtwache (Ephesos Ip; geschr. -ηα); 5. νυκτερήσιος ib. (Luk., S. E.; für -ίσιος?, s. Fraenkel 2, 151, A. 1 u. unten). — Außerdem die vereinzelt vorkommenden νύκτιος nächtlich (AP), νυκτῳ̃ον n. Tempel der Nacht (Luk.), nach μητρῳ̃ον u. a., Νυκτεύς m. PN (Apollod., wohl Kurzname; Bosshardt 125 f.). — Für sich steht mit λ-Sufflx νυκτάλωψ, s. bes. Dagegen νυκτέλιος Beiw. des Dionysos (AP, Plu., Paus.) haplologisch für *νυκτιτέλιος als Hypostase von νύξ und τέλος (τελέω), vgl. νυκτελεῖν· ἐν νυκτὶ τελεῖν H. und Schwyzer 483.
Etymology: Altes Erbwort für Nacht, in den meisten idg. Sprachen erhalten: lat. nox, Gen. pl. nocti-um, germ., z.B. got. nahts, aind. nák, Akk. nákt-am (als Adv.), lit. naktìs, Gen. pl. nakt-ų̄, slav., z.B. aksl. noštь usw., alle auf idg. *noqt- zurückführbar; der i-Stamm in lat. nocti-um, lit. nakt-ìs, aksl. nošt-ь usw. beruht auf einzelsprachlichen Neuerungen. Das abweichende υ in νύξ ist oft als Reduktionsstufe erklärt worden, so u.a. von Brugmann (z.B. Grundr.2 II: 1,435), der darin den Reflex eines folgenden Labiovelars sehen will; Grundform somit *noqʷt-, was durch heth. nekuz (Gen. sg.) aus idg. *neqʷt-s bestätigt zu werden scheint. Anders W. Petersen AmJPh. 56, 56f. (υ nach *λύξ in ἀμφιλύκη usw.); Sapir Lang. 14, 274 (υ Spur eines Laryngals); noch anders H. Petersson LUÅ, NF 11: 5, 12 f. (abgelehnt ders. Heteroklisie 122 f.). — Die vorgr. Existens des r-Stamms in νύκτωρ (Bildung wie ὕδωρ usw.?; Schwyzer 519 u. A. 4, wo Lit.) usw. wird durch lat. nocturnus verbürgt; der weitere Ausbau der Adjektiva geht z.T. den Ableitungen von ἦμαρ, ἡμέρα parallel: νυκτερινός: ἡμερινός, νυκτέριος: ἡμέριος, νυκτερήσιος: ἡμερήσιος (s.d. m. Lit.); auch νυκτερεύω: ἡμερεύω. Anders, kaum zutreffend über νύκτερος Szemerényi Glotta 38, 120: Neubildung nach ἕσπερος. Ein mit dem r- Stamm alternierender i-Stamm wird von Benveniste Origines 81 mit zweifelhaftem Recht im Vorderglied νυκτι—vermutet; vgl. oben. — Die in νύχα· νύκτωρ H., ἔννυχος, -ιος, εἰνάνυχες, neun Nächte hindurch, νύχιος usw. vorliegende aspirierte und τ-lose Form ist nur für das Griechische bezeugt; eine überzeugende Erklärung steht noch aus; s. die Lit. bei W.-Hofmann s. nox (mit vielen Einzelheiten) und WP. 2, 338; auch Specht Ursprung 220 und Austin Lang. 18, 24 (dazu Belardi Doxa 3, 215). Zu -νυχ- als Hinterglied noch Sommer Nominalkomp. 64 f.
Page 2,327-328

Chinese

原文音譯:nÚx 匿克士
詞類次數:名詞(65)
原文字根:夜 相當於: (לַיִל‎ / לַיְלָה‎)
字義溯源:夜*,夜間,夜裏,一夜,屬黑夜的,黑夜。主耶穌說,工作必須趁著白日,黑夜就不能工作了( 約9:4)。神的兒女乃是白晝之子,光明之子;世人乃是黑夜之子( 帖前5:5)
同源字:1) (μεσονύκτιον)半夜 2) (νύξ)夜 3) (νυχθήμερον)一晝一夜
出現次數:總共(61);太(9);可(4);路(7);約(6);徒(16);羅(1);林前(1);帖前(6);帖後(1);提前(1);提後(1);啓(8)
譯字彙編
1) 夜(38) 太4:2; 太12:40; 太12:40; 太25:6; 太26:31; 太26:34; 可5:5; 可14:30; 路2:37; 路5:5; 路12:20; 路18:7; 路21:37; 約21:3; 徒5:19; 徒9:24; 徒16:9; 徒16:33; 徒17:10; 徒18:9; 徒20:31; 徒23:11; 徒23:23; 徒23:31; 徒26:7; 徒27:23; 徒27:27; 林前11:23; 帖前2:9; 帖前3:10; 帖前5:2; 帖後3:8; 提前5:5; 啓4:8; 啓7:15; 啓12:10; 啓14:11; 啓20:10;
2) 黑夜(8) 可4:27; 約9:4; 約11:10; 約13:30; 羅13:12; 啓8:12; 啓21:25; 啓22:5;
3) 夜間(7) 太2:14; 太28:13; 路2:8; 徒9:25; 徒27:27; 帖前5:7; 帖前5:7;
4) 夜裏(4) 太14:25; 可6:48; 約3:2; 約19:39;
5) 夜的(1) 提後1:3;
6) 屬黑夜的(1) 帖前5:5;
7) 一夜(1) 路17:34;
8) 夜晚(1) 徒12:6

Translations

Abkhaz: аҵх, аҵых; Adyghe: чэщы; чэщ; Afrikaans: nag; Ahom: 𑜁𑜢𑜤𑜃𑜫; Ainu: アンチカㇻ; Akkadian: 𒆥𒋝; Albanian: natë, nata; American Sign Language: BentB@BackHand-PalmDown-FlatB@CenterChesthigh-PalmDown Contact; Amharic: ሌት; Arabic: لَيْلَة‎, لَيْل‎; Egyptian Arabic: ليل‎, ليلة‎; Gulf Arabic: بليل‎; Aragonese: nueit, nuei; Aramaic Hebrew: לליא‎; Classical Syriac: ܠܠܝܐ‎; Assyrian Neo-Aramaic: ܠܲܝܠܹܐ‎; Archi: иш; Armenian: գիշեր; Aromanian: noapti, noapte, nopti; Assamese: ৰাতি; Asturian: nueche; Atayal: gbyan; Avestan: 𐬑𐬴𐬀𐬞𐬀𐬥‎, 𐬥𐬀𐬑𐬙𐬎‎; Aymara: aruma; Azerbaijani: gecə; Bakhtiari: شو‎; Baluchi: شپ‎; Bashkir: төн; Basque: gau; Bavarian: Nocht; Belarusian: ноч; Bengali: রাত; Bhojpuri: 𑂩𑂰𑂞𑂱; Breton: noz; Bulgarian: нощ; Burmese: ည; Buryat: һүни; Catalan: nit; Catawba: witchawa; Central Atlas Tamazight: ⵉⴹ; Central Dusun: doungotuong; Central Mazahua: xomu̷; Central Sierra Miwok: kawý·ly-; Cham Eastern Western Chamicuro: chpolyaye; Chamorro: puengi; Chechen: буьйса; Cherokee: ᏒᎠᏱ; Cheyenne: táa'e; Chickasaw: oklhili; Chinese Cantonese: 夜晚; Dungan: е, еван, ванщи; Mandarin: 夜晚, 夜, 宵; Min Nan: 暗暝, 暗頭, 暝時, 暗時; Wu: 夜到; Chukchi: ныкирит; Chuvash: ҫӗр; Coptic Bohairic: ⲉϫⲱⲣϩ; Sahidic: ⲟⲩϣⲏ; Cornish: nos; Czech: noc; Dalmatian: nuat; Danish: nat; Dolgan: түүн; Dutch: nacht; Eastern Bontoc: lafi; Emilian: nôt; Erzya: ве; Eshtehardi: شو‎; Esperanto: nokto; Estonian: öö; Even: долбани; Evenki: долбони; Ewe: zã; Extremaduran: nochi; Faroese: nátt; Finnish: yö; French: nuit; Friulian: gnot; Gagauz: gecä; Galician: noite; Ge'ez: ሌሊት; Georgian: ღამე; German: Nacht; Middle High German: naht; Gilbertese: bong; Gothic: 𐌽𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: νύχτα; Ancient Greek: νύξ; Guaraní: pyhare; Gujarati: રાત, રાત્રી; Haitian Creole: lannuit; Hawaiian: pō; Hebrew: לַיְלָה‎; Higaonon: daluman; Hindi: रात, रात्रि, शब, रात्र, राति; Hittite: 𒅖𒉺𒀭𒍝; Hungarian: éjszaka, éjjel, éj; Hunsrik: Nacht, naacht; Iban: malam; Icelandic: nótt, nátt, njóla; Ido: nokto; Ilocano: rabii; Indonesian: malam; Ingrian: öö; Ingush: бийса; Irish: oíche; Old Irish: adaig; Isnag: xabi; Istriot: nuoto; Istro-Romanian: nopte; Italian: notte; Japanese: 夜; Javanese: wengi; Kabardian: жэщ; Kalmyk: сө; Kannada: ಇರುಳು, ರಾತ್ರಿ; Kapampangan: bengi; Karachay-Balkar: кече; Karakalpak: tu'n; Kashubian: noc; Kazakh: түн; Ket: си; Khakas: тӱн; Khmer: យប់, រាត្រី; Komi-Permyak: вой; Korean: 밤; Koryak: ныкинык; Kumyk: гече; Kurdish Central Kurdish: شەو‎; Northern Kurdish: şev; Kyrgyz: түн; Ladino: noche; Lao: ຄືນ; Latgalian: nakts; Latin: nox; Latvian: nakts; Lezgi: йиф; Ligurian: néutte; Lingala: butú; Lithuanian: naktis, šiaurė; Livonian: īe; Lombard: nott; Lubuagan Kalinga: labi; Luxembourgish: Nuecht, Nuet; Macedonian: ноќ; Magahi: 𑂩𑂰𑂞𑂱; Maguindanao: magabi; Maithili: राति; Malay: malam, lailah; Malayalam: രാത്രി; Maltese: lejl; Manchu: ᡩᠣᠪᠣᡵᡳ; Mansaka: gabi; Manx: oie; Maore Comorian: uku 11 or Maori: pō; Maranao: gagawi'i; Marathi: रात्र; Mazanderani: شو‎; Middle French: nuyt; Middle Persian: LYLYA; Mirandese: nuite; Mon: ဗ္တံ; Mongolian: шөнө; Mòcheno: nòcht; Nahuatl Classical: yohualli; Guerrero: yewajli; Highland Puebla: yohual; Mecayapan: yóhual; Northern Puebla: yohuali; Tetelcingo: yohuali̱; Tlamacazapa: yowali; Nanai: долбо; Nauruan: anubumin; Navajo: tłʼééʼ; Neapolitan: notte; Nepali: रात; Ngazidja Comorian: masihu Nivkh: урк; Nogai: туьн; Norman: niet, nyit; Northern Ohlone: múr; Northern Sami: idja; Northern Norwegian Bokmål: natt or; Nynorsk: natt; Occitan: nuèch, nuèit; Oki-No-Erabu: 夜; Okinawan: 夜; Old Church Slavonic Cyrillic: нощь; Glagolitic: ⱀⱁⱋⱐ; Old East Slavic: ночь; Old English: niht; Old French: nuit, noit; Old Javanese: wĕṅi; Old Norse: nátt, njóla; Old Occitan: noit; Old Persian: xšap; Oriya: ରାତି; Oromo: halkan; Ossetian: ӕхсӕв; Ottoman Turkish: كیجه‎; Pashto: شپه‎; Pennsylvania German: Nacht; Persian: شب‎; Phoenician: 𐤋𐤋‎; Piedmontese: neuit; Pipil: tayua; Pitjantjatjara: munga; Polabian: nüc; Polish: noc; Portuguese: noite; Punjabi: ਰਾਤ; Quechua: tuta, pagas, ch'isi; Rohingya: rait; Romagnol: nòt, nòta; Romani: rǎt; Romanian: noapte; Romansch: notg, not; Russian: ночь; Rusyn: нуч; Sami Inari: ijjâ; Kildin: ыйй; Lule: idja; Northern: idja; Pite: ijja; Southern: jïjje; Ter: jɨjj; Ume: jïjja; Samoan: valuapo, po; Sanskrit: रात्रि, क्षप्, नक्ति; Sardinian: noti, notti; Saterland Frisian: Noacht; Scots: nicht; Scottish Gaelic: oidhche; Serbo-Croatian Cyrillic: ноћ; Roman: noć; Shan: ၶိုၼ်; Shona: husiku; Shor: тӱн, қара; Sicilian: notti; Sindhi: رات‎; Sinhalese: රැය; Slovak: noc; Slovene: noč; Somali: habeen; Sorbian Lower Sorbian: noc; Upper Sorbian: nóc; Sotho: hosiu; Southern Altai: тӱн; Southern Kalinga: lafi; Spanish: noche; Sundanese: peuting, wengi; Swahili: usiku; Swedish: natt; Sylheti: ꠞꠣꠁꠔ; Tabasaran: йишв; Tagalog: gabi; Tahitian: pō; Tajik: шаб; Talysh Asalemi: شو‎; Tamil: இரவு; Tatar: төн, төнгелек; Tausug: dūm; Telugu: రాత్రి; Tetum: kalan; Thai: กลางคืน, คืน, ราตรี; Tibetan: མཚན་མོ, དགོང་མོ; Tigrinya: ለይቲ; Tocharian B: yṣīye; Tok Pisin: nait; Tongan: poʻuli; Turkish: gece; Turkmen: gije; Tuvan: дүн; Udi: шу; Udmurt: уй; Ugaritic: 𐎍𐎍; Ukrainian: ніч; Urdu: رات‎, شب‎; Uyghur: تۈن‎, كېچە‎; Uzbek: tun, kecha; Venetian: note; Veps: ö; Vietnamese: đêm, tối, ban đêm, khuya; Vilamovian: nocht, naocht; Volapük: neit; Voro: üü; Votic: üü; Wakhi: naγd; Walloon: nute, niût; Warlpiri: munga; Welsh: nos; West Frisian: nacht; Western Bukidnon Manobo: dukilem; Western Panjabi: رات‎; White Hmong: hmos; Winnebago: hąąhe; Wolof: guddi; Yagnobi: хишап; Yakan: sangem; Yakut: түүн; Yiddish: נאַכט‎; Yonaguni: 夜; Yucatec Maya: áak'ab; Zazaki: şew; Zealandic: nacht; Zhuang: hwnz, ngwnz; Zulu: ubusuku

Mantoulidis Etymological

-νυκτός (=νύχτα). (Λατιν. nοx nοctis).
Παράγωγα: νυκτερινός, νύκτερος, νυκτερεύω (=περνῶ τή νύχτα), νυκτερεία (=καρτέρι), νυκτέρευμα, νυκτερευτής (=αὐτός πού κυνηγᾶ, ἐνῶ εἶναι νύχτα), νυκτερευτικός, νυκτερίς, νύκτωρ, νυχεύω (=ξαγρυπνῶ), ἐννυχεύω, νύχευμα, νύχιος (=νυχτερινός), παννύχιος, νυχίς, παννυχίς (=ἀγρυπνία) καί τά σύνθ.: νυκτοφύλαξ, νυκτοφυλακῶ, νυκτοπορῶ, νυχθήμερος (=πού διαρκεῖ μιά μέρα καί μιά νύχτα), νυχθημερόν (=νύχτα καί μέρα), νυκτάλωψ -ωπος, ὁ, ἡ (ὤψ), (ἀρχικά αὐτός πού δέ βλέπει κατά τή νύκτα. Μπροστά στό ὤψ ἐννοεῖται α στερητ. ἄνωψ, ἄλωψ. Ἀργότερα ἔγινε αὐτός πού βλέπει μόνο τή νύχτα), νυκτηγορέω (ἀγορά, αγορεύω) (=μιλῶ κατά τή διάρκεια νύχτας), νυκτηρεφής, -ές (ἐρέφω) (=σκοτεινός), νυκτίβρομος, -ον (βρέμω) (=αὐτός πού βροντᾶ τή νύχτα), νυκτιλαμπής, -ές (=σκοτεινός), νυκτίπλαγκτος, -ον (=ἀνήσυχος), νυκτίφοιτος, -ον (φοιτάω) (=ὁ περιφερόμενος κατά τή νύκτα), νυκτοθήρας, -ου (=νυχτερινός κυνηγός).