Τύριος
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, Tyrian, Hdt.2.112, etc.; πορφύρα PHolm.26.8,23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Tyr, tyrien.
Étymologie: Τύρος.
English (Strong)
from Τύρος; a Tyrian, i.e. inhabitant of Tyrus: of Tyre.
English (Thayer)
Τύριου, ὁ, ἡ, a Tyrian, inhabitant of Tyre: Herodotus, others.))
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α Τύρος
1. κάτοικος της πόλης Τύρου
2. αυτός που κατάγεται από την Τύρο
3. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από την Τύρο.
Greek Monotonic
Τύριος: -α, -ον (Τύρος), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Τύριος: (ῠ) тирский Her., Trag.
II ὁ тириец Her., Arst.
Middle Liddell
Τύριος, η, ον Τύρος
of Tyre, Tyrian, Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:TÚrioj 替里哦士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:巖石
字義溯源:推羅人,推羅的;源自(Τύρος)=推羅),腓尼基靠海的城,字義:巖石
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 推羅人(1) 徒12:20