ὑπόσχεσις

From LSJ
Revision as of 15:42, 30 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσχεσις Medium diacritics: ὑπόσχεσις Low diacritics: υπόσχεσις Capitals: ΥΠΟΣΧΕΣΙΣ
Transliteration A: hypóschesis Transliteration B: hyposchesis Transliteration C: yposchesis Beta Code: u(po/sxesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ὑπισχνέομαι)
A undertaking, engagement, promise, οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν Il.2.286; τέλεσόν μοι ὑ. ἥν περ ὑπέστης Od.10.483; τὴν ὑπόσχεσιν ἐκτελέσαι Hdt.5.35; κραίνειν A.Supp.368; ἀποδιδόναι Isoc.15.75, cf. Pl.Men.77a; ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν = to receive the fulfilment of a promise, X.Smp.3.3; ἀπαιτεῖν τὰς ὑποσχέσεις = to demand their fulfilment, Arist.EN1164a17; ὑπόσχεσιν ψεύσασθαι = to fail in its performance, Aeschin.1.143; μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑποσχέσεις Isoc.4.14; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη = was accomplished, Th.4.39; δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι Id.2.95; ἐξ ὑποσχέσεως = according to engagement, CIG2713 (Labranda), cf. 2779 (Aphrodisias), IG4.203 (Isthmus).
II promise to pay, ὀκτὼ δραχμῶν PCair.Zen. 736.25 (iii B. C.), cf. POxy.91.11 (ii A. D.); contract to execute work, farm land, etc., ib. 1117.6 (ii A. D.), PTeb.10.7 (ii B. C.).
III profession of principles, Luc.Pisc.31.εως, ἡ, (ὑπισχνέομαι)

German (Pape)

[Seite 1234] ἡ, das Versprechen, die Verheißung; Il. 2, 286. 349 Od. 10, 483; ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ' ὑπόσχεσιν Aesch. Suppl. 363; ἐκπληρῶσαι ὑπόσχεσιν, das Versprechen erfüllen, Her. 5, 35; ἀποδιδόναι, Isocr. 15, 75, wie Plat. Men. 77 a u. öfter; Ggstz ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι, Aesch. 1, 143; ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν, Erfüllung eines Versprechens empfangen, Xen. Conv. 3, 3; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη, ging in Erfüllung, Thuc. 4, 39.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 promesse : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;
2 déclaration, profession ; profession, genre de vie.
Étymologie: ὑπισχνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσχεσις: εως ἡ
1) обещание, обязательство Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;
2) род занятий, профессия (τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσχεσις: -εως, ἡ, (ὑπισχνέομαι) ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑπισχνεῖσθαί τι, ὑπόσχεσις, οὐδέ τι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Ἰλ. Β. 286· τέλεσόν μοι ὑπ. ἥνπερ ὑπέστης Ὀδ. Κ. 483· τὴν ὑπ. ἐκπληρῶσαι Ἡρόδ. 5. 35· κραίνειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 368· ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 81, Πλάτ. Μένων 77Α· ὑπ. ἀπολαβεῖν, λαβεῖν τὴν ἐκπλήρωσιν ὑποσχέσεως, Ξεν. Συμπ. 3, 3· ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ., ἀπαιτεῖν τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 4· ὑπ. ψεύδεσθαι Αἰσχίν. 20. 9· μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑπ. Ἰσοκρ. 3D· ἡ ὑπ. ἀπέβη, ἐξετελέσθη, Θουκ. 4. 39· δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι ὁ αὐτ. 2. 95· ἐξ ὑποσχέσεως, συμφώνως πρός…, Συλλ. Ἐπιγρ. 2713, πρβλ. 1104, 2779 κ. ἀλλαχ.· πρβλ. ὑπόθεσις ΙΙΙ. 3. ΙΙ. ἐπάγγελμα (ὡς τρόπος τοῦ βίου), ὁρῶν δὲ πολλούς... διαφθείροντας τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως ἠγανάκτουν Λουκ. Ἁλιεὺς 31.

English (Autenrieth)

ιος (ὑπίσχομαι): promise.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. υπόσχεση.

Greek Monotonic

ὑπόσχεσις: -εως, ἡ (ὑπισχνέομαι),
I. εγγύηση, δέσμευση, προσυμφωνία, υπόσχεση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν, λαμβάνω, δέχομαι την εκπλήρωση της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν τὰς ὑποσχέσεις, απαίτηση εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι, αποτυγχάνει στην εκπλήρωση, ολοκλήρωση, εκτέλεσή του, σε Αισχίν.
II. επάγγελμα (ως τρόπος, μέθοδος του βίου), σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπόσχεσις, εως, ὑπισχνέομαι
I. an undertaking, engagement, promise, Hom., Hdt., attic; ὑπ. ἀπολαβεῖν to receive the fulfilment of a promise, Xen.; ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ. to demand their fulfilment, Arist.; ὑπ. ψεύδεσθαι to fail in its performance, Aeschin.
II. a profession (as a mode of life), Luc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑπισχνοῦμαι, ὅπου δές γιά παράγωγα.