προσεγγίζω

From LSJ
Revision as of 21:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγγίζω Medium diacritics: προσεγγίζω Low diacritics: προσεγγίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΩ
Transliteration A: prosengízō Transliteration B: prosengizō Transliteration C: proseggizo Beta Code: proseggi/zw

English (LSJ)

A bring near, Luc.Am.53. II intr., approach, AP 7.422 (Leon.), Philum.Ven.12.1; τοῖς τόποις D.S.3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.E.Hec.585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.Exag.96:—Med., Sch.E.Hec.439; πρός c.acc., Cat.Cod.Astr.1.157.

German (Pape)

[Seite 756] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. approcher;
2 intr. s'approcher de.
Étymologie: πρός, ἐγγίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6.

Russian (Dvoretsky)

προσεγγίζω:
1) приближать, сближать (χείλη χείλεσι Luc.);
2) приближаться, подходить (τινί Diod., NT, Anth.).

English (Strong)

from πρός and ἐγγίζω; to approach near: come nigh.

English (Thayer)

1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to approach unto (πρός, IV:1): with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal reading WH προσενέγκαι). (The Sept.; Polybius, Diodorus, Lucian).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α
1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το διαστημόπλοιο θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῖς τόποις προσεγγίζειν», Διόδ.)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) εισέρχομαι σε λιμάνι, σταθμεύω («το πλοίο θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)
2. (για χρόνο) δεν απέχω πολύ, επίκειμαι, κοντεύω («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετωπίζω, εξετάζω, πραγματεύομαι («ο συγγραφέας προσεγγίζει την περίπτωση αυτή με ευρύ πνεύμα»)
αρχ.
έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.

Greek Monotonic

προσεγγίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλησιάζω, τινί, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεγγίζω: φέρω πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to approach, τινί Anth.

Chinese

原文音譯:prosegg⋯zw 普羅士-恩居索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-近
字義溯源:行近,近前,近,接近;由(πρός)=向著)與(ἐγγίζω)=靠近)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἐγγίζω)出自(ἐγγύς)=近), (ἐγγύς)又出自(ἀγρυπνία)X*=扼喉)。註:和合本以 (προσφέρω)代替 (προσεγγίζω)。參讀 (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 近(1) 可2:4