ἀμμίτης
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
(sc. λίθος), ὁ, also ἀμμῖτις, ἡ, sandstone, Plin. HN 37.168.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμίτης: ὁ, ὡσαύτως ἀμμῖτις, ἡ, (ἐνν. λίθος) = ἀμμόλιθος, Πλίν. 37. 10.
Léxico de magia
ὁ sc . λίθος , arenisca oculta bajo un nombre secreto ὀστοῦν ἰατροῦ· ἀμμίτην λίθον hueso de médico es arenisca P XII 425