λοῦσσον
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
τό, pith of the fir-tree, Thphr.HP3.9.7.
Greek (Liddell-Scott)
λοῦσσον: τό, ἡ ῥητινώδης ἐντεριώνη, τὸ δᾳδὶ τῆς ἐλάτης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 7.
Greek Monolingual
λοῦσσον, τὸ (Α)
η λευκή ρητινώδης εντεριώνη του ελάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε λovκ-yoν και είναι παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «λευκότητα, φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη βαθμίδα loug- της ΙΕ ρίζας leuq- «λάμπω, φωτεινός» (πρβλ. λατ. lux «φως»). Η λ., επομένως, θα είχε αρχικά τη σημ. «φωτεινότητα, ακτινοβολούν φως». Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. luča «ακτίνα», λατ. lucus «δάσος» και με τα: λευκός, λεύσσω, λύχνος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: white pith of the fir-tree (Thphr. HP 3, 9, 7); on the meaning etc. Strömberg Theophrastea 126, 128, 166.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can continue *λουκ-ιον as deriv. of a root noun as seen in Lat. lūx light, if from IE *louk-s,; so prop. "the light emitting, the lighting"; beside it with i̯ā-suffix OCS luča f. beam. An o-deriv, IE *louk-o-s, is Lat. lūcus forest etc.; here further a. o. the verbal adj. λευκός and the yotpresent λεύσσω; s. vv., also λύχνος. - A rather improbable etym.
Frisk Etymology German
λοῦσσον: {loũsson}
Grammar: n.
Meaning: weißer Kern im Tannenholz (Thphr. HP 3, 9, 7); zur Begriffsbestimmung usw. Strömberg Theophrastea 126, 128, 166.
Etymology: Kann für *λουκιον stehen als Ableitung eines in lat. lūx Licht, wenn aus idg. *louq-s, vorliegenden sog. Wurzelnomens; somit eig. "das Licht Ausstrahlende, das Leuchtende"; daneben mit i̯ā-Suffix aksl. luča f. Strahl. Eine nahverwandte o-Ableitung, idg. *louq-o-s, ist lat. lūcus Hain, Wald usw.; hinzu kommen u. a. das Verbaladj. λευκός und das Jotpräsens λεύσσω; s. dd., auch λύχνος.
Page 2,137-138