λοίδορος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A railing, abusive, ἔρις E.Cyc.534; πομπεῖαι Men.Per.Fr.4; ῥήματα IG14.1857; φωναί Phld.Ir.p.74 W. Adv. λοιδόρως = insolently, insultingly Str.14.2.28.
2 as substantive λοίδορος, ὁ, railer, 1 Ep.Cor.5.11, Plu.2.177d: τὸ λοίδορον = λοιδορία, Arist. Phgn.808b37, Plu.2.810d; λοίδορα AP5.175 (Mel.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant ; ὁ λοίδορος insulteur ; τὸ λοίδορον, insulte, outrage.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Russian (Dvoretsky)
λοίδορος:
1) сопровождаемый бранью (ἔρις Eur.);
2) бранный, оскорбительный (πομπεῖαι Men.).
II ὁ хулитель Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λοίδορος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, Εὐρ. Κύκλ. 534, Μένανδρ ἐν «Περινθίᾳ» 4· - Ἐπίρρ. -ρως, Στράβ. 661. 2) ὡς οὐσ., τὸν δὲ λοίδορον ἐξελάσαι τῶν φίλων κελευόντων, οὐκ ἔφη ποιήσειν, ἵνα μὴ περιϊὼν ἐν πλείοσι κακῶς λέγῃ Πλούτ. 2. 177D· - τὸ λοίδορον = λοιδορία, Ἀριστ. Φυσιογν. 4, 6, Πλούτ. 2. 810D· λοίδορα εἰπεῖν Ἀνθ. Π. 5. 176. (Ἡ ἐτυμολογία ἄδηλος).
English (Strong)
from loidos (mischief); abusive, i.e. a blackguard: railer, reviler.
English (Thayer)
λοιδόρου, ὁ, a railer, reviler: Euripides, (as adjective), Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-ο (Α λοίδορος, -ον)
υβριστικός, ονειδιστικός, χλευαστικός («ὁ κῶμος λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῖ», Ευρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λοίδορος
ο υβριστής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λοίδορον
η λοιδορία.
επίρρ...
λοιδόρως (Α)
με υβριστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιδορώ, με υποχωρτ. παραγωγή].
Greek Monotonic
λοίδορος: -ον, κακολόγος, υβριστικός, προσβλητικός, σε Ευρ.· επίρρ., λοίδορως, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
λοίδορος, ον
railing, abusive, Eur.:—adv. -ρως, Strab. [deriv. uncertain]
Chinese
原文音譯:lo⋯doroj 睞多羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:放置(說) 衝(者)
字義溯源:漫罵,中傷人的,誹謗人的,辱罵;源自(λοίδορος)X*=危害)。參讀 (λοιδορέω)同義字
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 辱罵的(2) 林前5:11; 林前6:10