νοοβλαβής

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source

Greek (Liddell-Scott)

νοοβλᾰβής: -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.

Greek Monolingual

νοοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο-βλαβής, ψυχο-βλαβής].