ἀποδοκιμάω

From LSJ
Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδοκῐμάω Medium diacritics: ἀποδοκιμάω Low diacritics: αποδοκιμάω Capitals: ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΩ
Transliteration A: apodokimáō Transliteration B: apodokimaō Transliteration C: apodokimao Beta Code: a)podokima/w

English (LSJ)

= ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.

Spanish (DGE)

rechazar οὐδένα Hdt.1.199.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.

Greek Monotonic

ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.