λυσιφλεβής

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐφλεβής Medium diacritics: λυσιφλεβής Low diacritics: λυσιφλεβής Capitals: ΛΥΣΙΦΛΕΒΗΣ
Transliteration A: lysiphlebḗs Transliteration B: lysiphlebēs Transliteration C: lysiflevis Beta Code: lusiflebh/s

English (LSJ)

ές, opening the veins, AP6.94 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ouvre les veines.
Étymologie: λύω, φλέψ.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐφλεβής: вскрывающий жилы (σάγαρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιφλεβής: -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη φλέβα, τὸ γεννητικὸν μόριον, Ἀνθ. Π. 6. 94.

Greek Monolingual

λυσιφλεβής, -ές (Α)
αυτός που επιφέρει λύση της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευ-φλεβής].

Greek Monotonic

λῡσιφλεβής: -ές (φλέψ), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῡσι-φλεβής, ές φλέψ
opening the veins, Anth.