συνοικουρός
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..
Étymologie: σύν, οἰκουρός.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικουρός: -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, ὅστις γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος.
Greek Monolingual
-όν, και συνοίκουρος, -ον Α
1. αυτός που μένει στο σπίτι μαζί με κάποιον
2. φρ. «συνοικουρὸς κακῶν» — σύντροφος σε αταξία, σε ζημιά (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴκουρος «αυτός που μένει σπίτι»].
Greek Monotonic
συνοικουρός: -όν, αυτός που ζει στο ίδιο σπίτι μαζί με κάποιον· με γεν., σύνοικος κακῶν, αυτός που συνδέεται, με συμφορές, σύντροφος της δυστυχίας, σε Ευρ.
Middle Liddell
συν-οικουρός, όν
living at home together: c. gen., ς. κακῶν a partner in mischief, Eur.