νοόπλαγκτος

Revision as of 20:20, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = νοοπλανής (wandering in mind, deranged, distracting the mind) 1, Nonn. D. 9.255.

Greek (Liddell-Scott)

νοόπλαγκτος: -ον, = τῷ ἑπομ. Ι, Νόνν. Διον. 9. 255.

Greek Monolingual

νοόπλαγκτος, -ον (Α)
νοοπλανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος, ουρανό-πλαγκτος].