παραπλευστέος
English (LSJ)
α, ον, that must be sailed past, Str.8.3.27.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de παραπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλευστέος: -α, -ον, ὃν δέον νὰ παραπλεύσῃ τις πλέων, Στράβ. 351.
Greek Monotonic
παραπλευστέος: -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ.
Middle Liddell
παραπλευστέος, η, ον,
that must be sailed past, Strab.