δασύνομαι

From LSJ
Revision as of 08:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύνομαι:
1) (тж. ταῖς θριξίν Arst.) густо обрастать, становиться мохнатым или пушистым (τὸ ξυρὸν ἔρριψα ἵνα δασυνθείην Arph.; δασύνονται αἱ ὀφρύες Arst.): κόρυς ἱππείαις θριξὶ δασυνομένη Anth. шлем с султаном из конских волос;
2) покрываться растительностью (ὅταν τὸ ὄρος δασύνηται Arst.);
3) грам. произноситься с густым придыханием (πνεῦμα δασυνόμενον Anth.): τὸ φῖ τὸ πῖ ἐστι δασυνόμενον Plut. φ есть π с густым придыханием.