διατειχίζω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A cut off and fortify by a wall, Ar.Eq.818; τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44; τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2. 2 divide as by a wall, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6: metaph., keep apart, φῶς καὶ σκότος Ph.1.632, al.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον is separated from it, Luc.Hist.Conscr.7.
Spanish (DGE)
I dividir o fortificar mediante un muro τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44, Isoc.4.93, Str.6.1.10, Plu.Them.9, τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2, ὀκτὼ στάδια ... ἀπὸ χάρακος ἐς χάρακα App.BC 4.106, ἀπ' ἀλλήλων τοὺς χηραμοὺς διατειχίζουσι dividen mediante paredes unas celdas de otras (las hormigas), Ael.NA 6.43, cf. I.BI 7.305, D.C.43.8.1, Hsch.δ 1384, en v. pas., Bito 59.10, I.BI 5.198, D.C.77.23.3
•cerrar u obstruir mediante un muro, tapiar τοὺς εἴσπλους D.S.15.42, τὰς πύλας Arr.An.3.18.2.
II fig.
1 dividir como por un muro y gener. separar ἡ δὲ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα la nariz forma un tabique que mantiene separados los ojos X.Smp.5.6, τοὺς Ἀθηναίους ... διατειχίζων Ar.Eq.818, ὄρος τοῦτο ... διατείχιζον τὸν ἰσθμὸν τὸν διείργοντα αὐτὰ este monte que separa como un muro el istmo que los tiene apartados (el Ponto Euxino y mar Caspio), Str.11.2.15, φῶς καὶ σκότος διατειχίσαι Ph.1.632, cf. 1.460, 2.32, Gal.3.616, Luc.DMeretr.11.1, Cyr.Al.M.71.57C, en v. pas. οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ ... διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Cons.7, ὦ πόσον ἀλλήλων διετειχίσθημεν ¡oh, cuánto hemos sido separados uno de otro! Gr.Naz.Ep.169.1.
2 entorpecer, obstaculizar, impedir τὴν ἀποδημίαν Chrys.M.52.623, cf. Ps.Caes.154.5.
German (Pape)
[Seite 606] durch eine Mauer, Verschanzung (die dazwischen gezogen) trennen, schützen; Ἰσθμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben διορίζω Luc. hist. conscr. 7.
French (Bailly abrégé)
f. διατειχιῶ, etc.
1 séparer par un mur;
2 séparer comme par un mur ; fig. διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον LUC il y a comme un mur entre l'histoire et l'éloge.
Étymologie: διά, τειχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τειχίζω afscheiden met een muur:; δ. τὸν Ἰσθμόν de Isthmus met een muur versperren Lys. 2.44; overdr., pass.: οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ... διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον geschiedschrijving is niet door een nauwe landengte gescheiden van lofzang Luc. 59.7.
Russian (Dvoretsky)
διατειχίζω: (fut. διατειχιῶ)
1) перегораживать стеной (τὸν Ἰσθμόν Isocr., Plut.);
2) отделять стеной (τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Polyb.);
3) разделять, разобщать (ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.).
Greek Monolingual
(AM διατειχίζω)
αποχωρίζω και οχυρώνω έναν τόπο με τείχος
αρχ.
1. διαχωρίζω («ἡ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα)
2. παθ. διαχωρίζομαι, ξεχωρίζω σαφώς («διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον», Λουκ.).
Greek Monotonic
διατειχίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ,
1. διαχωρίζω και οχυρώνω με τείχος, σε Αριστοφ.
2. διαχωρίζω όπως με τείχος, κατ' ευθεία γραμμή, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διατειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - ἀποχωρίζω καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. διασταυρόω. 2) διαχωρίζω ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον, εἶναι κεχωρισμένη ἀπ’ αὐτοῦ, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7.
Middle Liddell
fut. Attic ῐῶ
1. to cut off and fortify by a wall, Ar.
2. to divide as by a wall, Xen.