Μεγάβυζος

From LSJ
Revision as of 18:05, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek Monolingual

Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].

Russian (Dvoretsky)

Μεγάβυζος: ὁ Мегабиз
1) персидский наместник в Аравии Xen.;
2) неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.

Greco-Persian Names

APers. Bagabuxša ; Ba[gab]uxša nāma [Dātu]hyahyā puθra Pārsa, Megabyzus by name, the son of Dātuhya, a Persian (Bh. 4,85). APers. baga, god, YAv. baγa (MPers. baγ) + *buxša, fr. *buj, YAv. buj (MPers. bōxtan), to free (Tolman, Lex. and Texts, 113).