μεταρρίπτω
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
A toss from side to side, ἑωυτόν Hp.Epid.7.10, cf. Thphr.Ign.53. 2 turn upside down, πάντα μεταρρίπτει θεός Simon. 62 ( = Com.Adesp.383); τὰ καλῶς πεπηγότα μ. D.25.90. II bring over, ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Plb.18.13.8, cf. 30.7.2, al.; μ. τὴν διάνοιαν ἐπί… turn one's mind to... Phld. Vit.p.17 J.
French (Bailly abrégé)
1 renverser, changer de fond en comble;
2 faire passer d'un parti dans un autre.
Étymologie: μετά, ῥίπτω.
Russian (Dvoretsky)
μεταρρίπτω:
1) досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать (τὰ καλῶς πεπηγότα Dem.; τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.);
2) уводить, переводить (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρίπτω: μέλλ. -ψω, μεταστρέφω, «ἀναποδογυρίζω», Σιμωνίδ. 43, Δημ. 797. 11· παρασύρω ἐκ τῆς μιᾶς μερίδος εἰς τὴν ἑτέραν, Πολύβ. 17. 13, 8, κτλ.
Greek Monolingual
μεταρρίπτω (ΑΜ)
1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο
αρχ.
παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.).
Greek Monotonic
μεταρρίπτω: μέλ. -ψω, στρέφω πάνω-κάτω, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ψω
to turn upside down, Dem.
German (Pape)
umwerfen, verändern; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταρρίπτει, 25.90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17.13.8, öfter.