πλεονέκτης

From LSJ
Revision as of 18:40, 29 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονέκτης Medium diacritics: πλεονέκτης Low diacritics: πλεονέκτης Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΣ
Transliteration A: pleonéktēs Transliteration B: pleonektēs Transliteration C: pleonektis Beta Code: pleone/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,
A = ὁ πλέον ἔχων, one who has or claims more than his due, greedy, grasping, Th.1.40, etc.: as adjective λόγος πλεονέκτης = a greedy, arrogant speech, Hdt.7.158: Sup. πλεονεκτίστατος X.Mem.1.2.12.
2 ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων = making gain from their losses, Id.Cyr.1.6.27.
3 metaph. in Math., of τὸ ὑπερτελές, Iamb.in Nic.p.32 P.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ βίαιος, Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ δημαγωγικός, Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, λόγος, Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui cherche à avoir plus que les autres ou plus qu’il ne doit :
1 cupide, ambitieux ; arrogant;
2 qui profite de ses avantages sur, gén.
Sp. πλεονεκτίστατος.
Étymologie: πλεονεκτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονέκτης -ου [πλεονεκτέω] superl. πλεονεκτίστατος voordeel behalend:; ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων in alles de vijanden te slim af Xen. Cyr. 1.6.27; subst. uitbuiter. NT. zelfzuchtig:; λόγον ἔχοντες πλεονέκτην met een zelfzuchtige redevoering Hdt. 7.158.1; hebzuchtig:. Κριτίας... ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ πάντων πλεονεκτίστατος... ἐγένετο Critias heeft zich tijdens de oligarchie tot de hebzuchtigste van allemaal ontwikkeld Xen. Mem. 1.2.12.

Russian (Dvoretsky)

πλεονέκτης:
1) самонадеянный, высокомерный, наглый (λόγος Her.);
2) корыстолюбивый, жадный, хищнический (βίαιος καὶ π. Thuc.; οἱ πλεονέκται τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα Xen.);
3) получающий преимущество, имеющий перевес: ἐν παντὶ π. τῶν πολεμίων Xen. имеющий во всех отношениях превосходство над врагами.

English (Strong)

from πλείων and ἔχω; holding (desiring) more, i.e. eager for gain (avaricious, hence a defrauder): covetous.

English (Thayer)

πλεονέκτου, ὁ (πλέον and ἔχω);
1. one eager to have more, especially what belongs to others (Thucydides 1,40, 1 (cf. Herodotus 7,158)); Xenophon, mem. 1,5, 3);
2. greedy of gain, covetous: Sirach 14:9.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ
αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾶς πόρνοςἀκάθαρτοςπλεονέκτης... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)
αρχ.
1. εκείνος που ξεπερνά κάποιον σε ευστροφία ή πονηρία («... καὶ ἐπίβουλον εἶναι καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. μαθημ. υπερτελής αριθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων / πλέων + -έκτης (< ἔχω), πρβλ. ευ-έκτης, καχ-έκτης].

Greek Monotonic

πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων·
1. αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας, σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., λόγος πλεονέκτης, σε Ηρόδ.· υπερθ. πλεονεκτίστατος, σε Ξεν.
2. πλεονέκτης τῶν πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν πλείω τῶν ὅσα δικαιοῦται, ἄπληστος, ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., λόγος πλ., λόγος ἄπληστος, ἀλαζονικός, Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ κλεπτίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.

Middle Liddell

πλεον-έκτης, ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων]
1. one who has or claims more than his due, greedy, grasping, arrogant, Thuc., etc.:—as adj., λόγος πλ. Hdt.; Sup. πλεονεκτίστατος, Xen.
2. πλεονέκτης τῶν πολεμίων making gain from their losses, Xen.

Chinese

原文音譯:pleonškthj 普累按-誒克帖士
詞類次數:形容詞 名詞(4)
原文字根:更多-有(者)
字義溯源:持有更多,想多有,貪心的,貪婪的;由(πολύς)=更多,再)與(ἔχω)*=持)組成,其中 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(4);林前(3);弗(1)
譯字彙編
1) 貪婪的(3) 林前5:10; 林前5:11; 林前6:10;
2) 貪心的(1) 弗5:5

English (Woodhouse)

one who claims more than his due

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀχόρταγος). Ἀπό τό πλέον + ἑκτός τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πλεονέκτης: πλεονεκτῶ (=εἶμαι ἀνώτερος), πλεονέκτημα, πλεονεκτητέον, πλεονεκτικός, πλεονεξία.

French (New Testament)

exploiteur, accapareur