πότιμος
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ον, (πότος, πίνω) mostly of water, A drinkable, fresh, Heraclit.61, Hdt.8.22, Hp.Medic.2, X.HG3.2.19; κρήνη Plb.34.9.5: generally, τὰ π. Thphr.Od.65. 2 metaph., fresh, sweet, pleasant, καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Id.CP4.4.12; π. λόγος, opp. ἁλμυρὰ ἀκοή, Pl.Phdr.243d; of the writings of Isoc., Phld.Rh.1.200S., cf. Lib.p.46O. (Comp.); π. δόγματα, ἔννοιαι, Ph.2.275, 1.72; τὰ χρηστὰ καὶ π., opp. τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρά, Plu.2.469c. b of persons, pleasant, sociable, Theoc.29.31 (Comp.); so also ποτιμώτερον συμπόσιον Hld.3.10. Adv., σοφῶς καὶ π. Philostr. VS1.8.4. 3 porous, λίθος Pl.Lg.947d. 4 watered, irrigated, Apollon.Lex. s.v. πείσεα. 5 = δευτερίας, Dsc.5.6.15.
German (Pape)
[Seite 689] trinkbar; ὕδατα, Her. 8, 22; Xen. Hell. 3, 2, 14, Gegensatz von ἁλμυρός, Arist. u. Folgde; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, Pol. 5, 62, 4; κρήνη, 34, 9, 5; übertr., λόγος, eine milde, sanfte Rede, Plat. Phaedr. 243 d; vgl. Pittac. bei D. L., φαμὶ δ' ἐγὼ ποτιμώτατον ἔσεσθαι Σόλωνι τὰν νᾶσον, wie Theocr. 29, 31, ποτιμώτερον πέλειν, freundlicher, öfter in späterer Prosa so übertragen gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bon à boire, potable;
2 p. ext. agréable.
Étymologie: πότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότιμος -ον [ποτός] pass. drinkbaar; subst. τὸ πότιμον wat drinkbaar is; Hp. Vict. 3.81; overdr. zacht, vriendelijk; ἐπιθυμῶ ποτίμῳ λόγῳ οἷον ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀποκλύσασθαι ik wil graag met een fris verhaal de nare smaak van wat we gehoord hebben als het ware wegspoelen Plat. Phaedr. 243d; van pers.. χρή σε... πέλην ποτιμώτερον je moet liever zijn Theocr. Id. 29.31. act. drinkend:. λίθοι πότιμοι poreuze stenen Plat. Lg. 947d.
Russian (Dvoretsky)
πότῐμος:
1) годный для питья, питьевой (ὕδατα Her.): τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb. питьевая, т. е. пресная вода; κρήνη π. Polyb. источник с годной для питья водой;
2) приятный, кроткий, мягкий (λόγος Plat.; βασιλεία Plut.).
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πόσιμος.
Greek Monotonic
πότιμος: -ον (πότος),
1. λέγεται για νερό, πόσιμο, φρέσκο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
2. μεταφ., δροσερός, γλυκός, ευάρεστος, σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, πράος, ήσυχος, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πότιμος: -ον, (πότος, πίνω) ἐπὶ ὕδατος, καλὸς πρὸς πόσιν, γλυκύς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁλμυρός, Ἡρόδ. 8. 22, Ἱππ. 19. 48, Ξεν. κλπ. 2) μεταφ., δροσερός, εὐάρεστος, καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 12· π. λόγος, ἀντίθετον τῷ ἁλμυρὰ ἀκοή, Πλάτ. Φαῖδρ. 243D· τὰ χρηστὰ καὶ π., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρὰ Πλούτ. 2. 169C· ― ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, ἤπιος, Θεόκρ. 29. 31, Διογ. Λ. 4. 17· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. σοφῶς καὶ π. Φιλόστρ. 497.
Middle Liddell
πότιμος, ον, πότος
1. of water, drinkable, fresh, Hdt., Xen., etc.
2. metaph. fresh, sweet, pleasant, Plat.:—of persons, mild, gentle, Theocr.