τύραννα

From LSJ
Revision as of 14:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek Monolingual

τα, Ν
βάσανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τυραννώ (πρβλ. βασανώ: βάσανα)].

Russian (Dvoretsky)

τύραννα: τά
1) (sc. ἔργα) царские дела: τ. δρᾶν Soph. поступать как царь, т. е. обладать царской властью;
2) (sc. δώματα) царский дворец Eur.