φθορά
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
Ion. φθορή, ἡ, (φθείρω) A destruction, ruin, Hdt.2.161, 7.18, Hp.Vict.1.5, A.Ag.406 (lyr.), etc.; of persons, death, esp. by some general visitation, as pestilence, Th.2.47, Pl.Lg.677a (pl.), GDI 5104c11 (Crete, pl.); ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθοράς A.Ag.814. b of animals, loss by death, PStrassb.24.26,31 (ii A. D.). 2 Philos., passing out of existence, ceasing to be, γενομένῳ παντὶ φθορὰ ἐστι Pl.R. 546a; περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Id.Phd.95e, title of work by Arist., cf. Pl.Phlb.55a, Arist.Ph.229b13, Gal.6.6; ἡ φθορὰ μεταβολή τίς ἐστι τῶν φθειρομένων εἰς τοὐναντίον ἑκάστῳ Plu.2.948f: pl., Pl.Phd.96b, R.490e, al.: with dat. (instrumental), ἡ μεγίστη φθορὰ ὕδασιν Id.Ti.23c, cf. 22d. 3 deterioration, εἰς καρπογονίαν in respect of . . Thphr.CP 5.8.2. b loss by deterioration, ἐκφορίου . . ἀνυπολόγου πάο ης φθορᾶς PTeb.105.3,18 (ii B. C.); damage, ἐκτεῖσαι τὴν γεγονυῖαν ὑπ' αὐτῶν τοῦ χόρτου . . φθορὰ BGU1824.29 (i B. C.); misspelt φθαρά ib.1866.3 (i B. C.). 4 seduction, ἐλευθέρων Lexap. Aeschin.1.12; παρθένων, γυναικῶν, Plu.2.712c (pl.), Vett.Val.2.37 (pl.), cf. Parth.35.3, D.H.2.25; rape, Str.6.1.6. 5 abortion or miscarriage, IG22.1365.22, 1366.7, Sor.1.56, Gal.17(1).800; τοῦ ἐμβρύου Sor.1.59. 6 gradation of colours in painting, Plu.2.346a; τὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι ib.725c, cf. 393c. 7 = φθόη (consumption), Hp.Aph.7.80. 8 storm-tossings or shipwrecks, τί τοι λέγοιμ' ἂν τὰς ἐν Αἰγαίῳ φθοράς; E.Hel.766; cf. φθείρω 11.4.
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, ion. φθορή, Verderben, Vernichtung, Zerstörung, Her. 2, 161; Verlust, ἀνθρώπων Thuc. 7, 27; Untergang, Her. 7, 18; ἄγουσά τ' ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν Aesch. Ag. 394; u. im plur. 788; σκοποῦσι τὴν πάλαι γένους φθοράν Soph. O. C. 370; ἐπεὶ γενομένῳ παντὶ φθορά ἐστιν Plat. Rep. VIII, 546 a; νόσων ἢ πολέμων φθορά Legg. V, 741 e; Gegensatz von γένεσις Phaed. 95 e u. oft, wie Folgde; Arist. hat περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς geschrieben. – Schändung eines Mädchens, Verführung der Unschuld, τῷ τῆς ἐλευθέρων φθορᾶς νόμῳ Aesch. 1, 12, wo das Gesetz steht; Plut. Marc. 1. – Bei Malern das Verreiben der Farben in einander; Plut. sagt de glor. Ath. 2, Apollodor habe erfunden φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 perdition, perte, ruine ; t. de philos. dissolution de la matière;
2 action de corrompre, corruption, séduction;
3 t. de peint. dégradation des couleurs, affaiblissement de teinte.
Étymologie: φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
φθορά: ион. φθορή ἡ
1) гибель, уничтожение, разрушение (Ἰλίου Aesch.): φ. ἀνθρώπων Thuc. повальная смертность среди людей, мор; γένεσις καὶ φ. Plat. возникновение и разрушение (гибель); ἡ μεγίστη φ. ὕδασιν Plat. страшное наводнение, потоп;
2) порча: τὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι Plut. смешение красок живописцы называют порчей;
3) развращение, растление Aeschin., Plut.;
4) расточение, растрата (χρημάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φθορά: Ἰων. φθορή, ἡ, (√ΦΘΕΡ, φθείρω) καταστροφή, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἡρόδ. 2. 161., 7. 18, Τραγ., κλπ.· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, θάνατος, μάλιστα ἔκ τινος ἐπιδημικῆς νόσου οἷον ἐκ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 47, Πλάτ. Νόμ. 677Α· ἐν τῷ πληθ., ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 814, πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν Ἱππ. Ἀφορ. 1261, ἴσως = φθίσις ΙΙ, ἡ νόσος. 2) παρὰ φιλοσοφ. συγγραφεῦσιν, ἡ φθορὰ τῆς ὕλης, γενομένῳ παντὶ φθ. ἐστὶ Πλάτ. Πολ. 546Α· περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 95Ε· πρβλ. Φίληβ. 55Α, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὁ Ἀριστ. κατέλιπεν ἰδιαιτέραν πραγματείαν περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Φαίδ. 96Β, Πολ. 290Ε, κ. ἀλλ.· ― μετὰ δοτ. ἡ μεγίστη φθορὰ ὕδασιν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23C, πρβλ. 22D· ἡ φθορά, εἰς..., ἡ κατάπτωσις εἰς..., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 8, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 948F. 3) ἡ διαφθορὰ παρθένου, διακόρευσις, ἀποπλάνησις, Νόμ. παρ’ Αἰσχίνῃ 2. 36, Πλούτ. 2. 712C. 4) ἡ ἀνάμιξις τῶν καθαρῶν χρωμάτων μετ’ ἄλλων, ἐν τῇ ζωγραφικῇ, αὐτόθι 316Α, ἔνθα ἴδε Wytt.· πρβλ. φθείρω Ι. 4.
English (Strong)
from φθείρω; decay, i.e. ruin (spontaneous or inflicted, literally or figuratively): corruption, destroy, perish.
English (Thayer)
φθορᾶς, ἡ (φθείρω), from Aeschylus and Herodotus down:
1. corruption, destruction, perishing (opposed to γένεσις, origin, often in Plato, Aristotle, Plutarch; opposed to σωτηρία, Plato, Phileb., p. 35e.; for שַׁחַת, δουλεία); R. V. marginal reading) take φθορά here actively: εἰς φθοράν, to destroy); ἐν φθορά, in a state of corruption or decomposition (of the body at burial), that which is subject to corruption, what is perishable, opposed to ἀφθαρσία, the loss of salvation, eternal misery (which elsewhere is called ἀπώλεια), ἀπόχρησις); opposed to ζωή αἰώνιος, corruption i. e. moral decay: R. V. text in their destroying), others refer it to 1above), τῆς ζωῆς added, Wisdom of Solomon 14:12.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός
2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς», πάπ.)
3. φρ. «φθοράς τών ελευθέρων γραφή»
(στο αττ. δίκ.) δίκη εναντίον εκείνου που σκότωνε έναν ελεύθερο πολίτη
νεοελλ.
1. (για πράγμ.) σταδιακή καταστροφή από την πολυκαιρία ή από την πολύχρονη χρήση, πάλιωμα («η φθορά τών παπουτσιών σου οφείλεται στο ότι τά φοράς συνεχώς»)
2. μτφ. α) παρακμή («η φθορά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»)
β) απώλεια του κύρους που επέρχεται σιγά σιγά («μετά από δέκα χρόνια στην εξουσία ήταν αναμενόμενο να υποστεί φθορά»)
γ) μαρασμός («στην εξορία η ψυχική του υγεία υπέστη μεγάλη φθορά»)
3. τεχνολ. προοδευτική απώλεια υλικού, οφειλόμενη στη μηχανική αλληλεπίδραση μεταξύ αμοιβαίων ολισθαινουσών επιφανειών υπό φορτίο (α. «φθορά συναφείας» β. «φθορά τριβής ή μηχανικής διάβρωσης» γ. «φθορά χημικής διάβρωσης» δ. «φθορά επιφανειακής κόπωσης»)
4. φρ. «φθορά ξένης ιδιοκτησίας»
(ποιν. δίκ.) η εκ προθέσεως καταστροφή ή βλάβη ξένου, ολικώς ή μερικώς, πράγματος, καθώς και η με οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της δυνατότητας χρήσης του
αρχ.
1. (για πρόσ. και για ζώο) θάνατος που οφείλεται κυρίως σε επιδημική νόσο, λ.χ. σε λοιμό
2. (φιλοσ.) βαθμιαίος αφανισμός της ύλης
3. ατίμαση παρθένου, διακόρευση
4. πιθ. φθίση, φυματίωση
5. άμβλωση, έκτρωση
6. ναυάγιο
7. (στη ζωγραφική) ανάμιξη σταθερών χρωμάτων με άλλα για τη δημιουργία μιας χρωματικής παραλλαγής
8. πτώση στην αμαρτία
9. φρ. «Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾱς» — έργο του Αριστοτέλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -ά (πρβλ. φορ-ά: φέρω)].
Greek Monotonic
φθορά: Ιων. φθορή, ἡ (φθείρω)·
1. καταστροφή, όλεθρος, απώλεια, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται και για ανθρώπους, θνησιμότητα, θάνατος, ιδίως από πανούκλα (λοιμό), σε Θουκ.
2. η φθορά της ύλης, σε Πλάτ.
3. αποπλάνηση, σε Λεξ. παρά Αισχίν.
Middle Liddell
φθορά, Ionic φθορή, ἡ, φθείρω
1. destruction, ruin, perdition, Hdt., Trag., etc.; and of men, mortality, death, esp. by pestilence, Thuc.
2. the decay of matter, Plat.
3. the seduction, Lex ap. Aeschin.
Chinese
原文音譯:fqor£ 弗拖拉
詞類次數:名詞(9)
原文字根:敗壞 相當於: (חָבַל) (נָבֵל / נָבַל) (שַׁחַת)
字義溯源:腐朽,朽壞,敗壞,敗壞人,朽壞,宰殺,變壞,腐化,喪失;源自(φθείρω)*=毀壞)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(9);羅(1);林前(2);加(1);西(1);彼後(4)
譯字彙編:
1) 敗壞(5) 羅8:21; 加6:8; 西2:22; 彼後1:4; 彼後2:19;
2) 敗壞人(1) 彼後2:12;
3) 宰殺(1) 彼後2:12;
4) 朽壞的(1) 林前15:50;
5) 朽壞(1) 林前15:42
English (Woodhouse)
destruction, ruin, fading, perishableness
Mantoulidis Etymological
(=καταστροφή). Ἀπό τό φθείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
French (New Testament)
corruption, destruction ; dans le NT, dans un sens moral : corruption, décadence morale