ἀνωφέλητος

From LSJ
Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφέλητος Medium diacritics: ἀνωφέλητος Low diacritics: ανωφέλητος Capitals: ΑΝΩΦΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anōphélētos Transliteration B: anōphelētos Transliteration C: anofelitos Beta Code: a)nwfe/lhtos

English (LSJ)

ον, A unprofitable, useless, τινί to one, A. Ch.752: abs., S.Ant.645, El.1144; γῆ X.Cyr.1.6.11. II helpless, ἄνθρωπος Eup.377; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.9 D.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil ἐμοί A.Ch.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c
abs. τέκνα S.Ant.645, τροφή S.El.1144, γῆ X.Cyr.1.6.11.
2 desvalido ἄνθρωπος Eup.377.

German (Pape)

[Seite 269] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis ἄνθρωπος, hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne procure aucun profit.
Étymologie: , ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωφέλητος:
1) неиспользуемый, не приносящий пользы (γῆ Xen.);
2) бесполезный, бесплодный, напрасный (τροφή Soph.): ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. напрасно страдать;
3) негодный (τέκνα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφέλητος: -ον, ἀνωφελής, μάταιος, ἄχρηστος, τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. ἄνθρωπος, «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνωφέλητος -ον)
1. ανώφελος, άχρηστος
2. αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από κάτι.

Greek Monotonic

ἀνωφέλητος: -ον (ὠφελέω), ανωφελής, μάταιος, άχρηστος, σε Σοφ.· τινι, σε κάποιον, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠφελέω
unprofitable, useless, Soph.; τινι to one, Aesch.

English (Woodhouse)

ineffectual, useless, vain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)