ἐπισημειόομαι

From LSJ
Revision as of 15:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισημειόομαι Medium diacritics: ἐπισημειόομαι Low diacritics: επισημειόομαι Capitals: ΕΠΙΣΗΜΕΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: episēmeióomai Transliteration B: episēmeioomai Transliteration C: episimeioomai Beta Code: e)pishmeio/omai

English (LSJ)

A = ἐπισημαίνομαι, distinguish, observe, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον S.E.M.5.68; κρότῳ by applause, Plu.2.235c(nisi leg.-σημην-). 2. observe, remark, ὅτι . . Asp.in EN139.6, cf.Anon.Lond.21.21.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
marquer son approbation, approuver, acc..
Étymologie: ἐπί, σημειόομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισημειόομαι: Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, διακρίνω, παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· ἐγκρίνω, ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος, ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ ἔθος, Πλούτ. 235C.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισημειόομαι:
1) отмечать, различать (τὸ ἀνίσχον, sc. σημεῖον Sext.);
2) выражать одобрение, одобрять (κρότῳ τι Plut.).