ἑξάπους
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A six-footed, Arist.PA683b2. II = ἑξάπεδος, Luc.Sat.17; κολοσσός Plu.Luc.37; λίθος Milet. 7.57 (Didyma). 2 of metre, of six feet, D.H.Comp.4. Cf. ἕξπους.
Spanish (DGE)
v. ἕκπους.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ἑξάποδος
long, large ou haut de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάπους: 2, gen. οδος
1) шестиногий (αἱ ἀκρίδες Arst.);
2) Luc., Plut. = ἑξάπεδος;
3) стих. шестистопный.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἓξ πόδας ἔχων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16. ΙΙ. = ἑξάπεδος, Λουκ. Κρον. 17, Πλουτ. Λούκουλ. 37. 2) ἐν τῇ στιχουργίᾳ, στίχος ἔχων ἓξ πόδας, τοῦτο τὸ μέτρον ἡρωϊκόν ἐστιν, ἑξάπουν, τέλειον, κατὰ πόδα δάκτυλον βαινόμενον Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. Ὀνομ. τ. 5. σ. 21, 7, ἔκδ. Reïske., πρβλ. ἕξπους.
Greek Monotonic
ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουντό = ἑξάπεδος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adj = ἑξάπεδος, Plut.]
German (Pape)
οδος, sechsfüßig, Plut. Lucull. 36 und andere Spätere