κόννος

From LSJ
Revision as of 12:57, 26 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόννος Medium diacritics: κόννος Low diacritics: κόννος Capitals: ΚΟΝΝΟΣ
Transliteration A: kónnos Transliteration B: konnos Transliteration C: konnos Beta Code: ko/nnos

English (LSJ)

ὁ, kind of A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος). 2 beard, Luc.Lex.5. 3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, 1) eine Art Ohrenschmuck von zapfenförmiger Gestalt, Pol. 10, 18. 6, wo κόνος gelesen wird. – 2) der Bart am Kinn, Luc. Lexiph. 5; Hesych. – Es hängt wohl mit κῶνος zusammen.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
barbe au menton.
Étymologie: DELG origine inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόννος -ου, ὁ baard.

Russian (Dvoretsky)

κόννος: v.l. κόνος
1 серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);
2 борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).

Greek Monolingual

κόννος, ὁ (Α)
1. είδος μικρού κοσμήματος
2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].

Greek (Liddell-Scott)

κόννος: ὁ, εἶδος μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ γενειάς, Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = σκόλλυς, Ἡσύχ.· καὶ κοννο-φόρος, ον, = σκολλυφόρος, ὁ αὐτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: beard (Luc. Lex. 5), after H. = ὁ πώγων, η ὑπήνη, η χάρις; in similar meaning σκόλλυς, μαλλός (s. ἱέρωμα and κοννοφόρων).
Derivatives: Further in plur. beside ψέλλια as name of an ornament for girls (Plb. 10, 18, 6, where κόνοι, but -νν-Suid.). PN Κόννος, Κόννιον, Κοννᾶς L. Robert, Stèles funéraires 168.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained.

Frisk Etymology German

κόννος: {kónnos}
Grammar: m.
Meaning: Bart (Luk. Lex. 5), nach H. = ὁ πώγων, ἢ ὑπήνη, ἢ χάρις; in ähnlicher Bed. wie σκόλλυς, μαλλός (s. ἱέρωμα und κοννοφόρων). — Außerdem im Plur. neben ψέλλια als Ben. eines Mädchenschmucks (Plb. 10, 18, 6, wo κόνοι, aber -νν-Suid.).
Etymology: Unerklärt.
Page 1,913